Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

.
ξεκουράστηκα λίγο το πρωί.
μπα, μάλλον χαλάρωσα λίγο. άρχισα να μαζεύω τα χαρτιά μου, σιγά σιγά να τακτοποιώ τις στίβες τις κατάχαμα αφημένες, μαγείρεψα για το παιδί, μα μαζεύτηκαν το μεσημέρι για φαγητό κι άλλοι μουστερήδες, η μαμά μου και ο δίδυμος Αντωνάκης μου, μόλις πήραν είδηση ότι είμαι σπίτι.
μου έφερε η ζωγράφος τον πίνακα του Μεταξουργείου. τον ξανακοιτάζω και μου αρέσει. δεν ξέρω που να τον βάλω, προς το παρόν στέκει αμήχανος πάνω στο πιάνο.
μίλησα στο τηλέφωνο με ένα αστέρι. προχτές πέρασε απ' το γραφείο και το άλλο. μες στην απόλυτη, τη βαθιά ερμιά, πόσο καλό μου κάνει η συναναστροφή με τόσο αληθινούς ανθρώπους ...
όλο το απόγευμα απόψε πέρασαν φίλοι απ' το γραφείο.
κάποιοι άνθρωποι, θα δώσουμε μιά μάχη, έτσι μόνοι μας, δίχως υποστηρικτικούς μηχανισμούς, δίχως κολλεγιές, δίχως δραχμή τσακιστή φυσικά, έτσι, γιατί μάλλον πρέπει να δώσουμε αυτήν τη μάχη. ελπίζω το καθαρόαιμο αλογατάκι, αντοπάριστο αυτό, δίχως ζαβολιές και με καθαρούς όρους, να μην τερματίσει τελευταίο. μα και να αποτύχει, δεν πειράζει, διόλου δεν πειράζει...
θυμάμαι τέτοια εποχή, πριν λίγα χρόνια.
προσπαθούσα να τα βγάλω πέρα με την καταιγίδα σου. κι είχα θεέ μου τέτοια μονοχνωτιά... θυμάμαι, τέτοιον καιρό, δεν ήθελα ν' αντικρύσω άνθρωπο.
κάτι σαν κοσμοφοβία. δεν ξέρω πώς τα βγαλα πέρα εκείνην την περίοδο. δεν ήθελα να δω στα μάτια μου άνθρωπο. συναντούσα στο δρόμο γνωστούς, κι άλλαζα πεζοδρόμιο, γιατί δεν άντεχα να τους χαιρετήσω. τέτοια έχω περάσει ... τέτοια μονοχνωτιά ... κι άλλα, κι άλλα ...
λίγα χρόνια μετά, μέσα στην ίδια ακριβώς καταιγίδα, μα με πλήρη ενσυναίσθηση, κι όπως λες , σε συναισθηματική ωριμότητα πιά.
εσύ τώρα αλλού, κι εγώ πρέπει με κάποιον τρόπο να διαχειριστώ τον εαυτό μου. τα χρόνια που έφυγαν, τον παρόντα χρόνο και τα χρόνια που θάρθουν, εγώ εδώ, εσύ αλλού. βλέπεις, δεν μιλάω πιά, έγινα πολύ αυστηρή μαζί μου, οι φίλοι είπαν να μη φέρνω κανέναν σε δύσκολη θέση και μάρτυράς μου ο θεός, είμαι πολύ περήφανη ώστε να φέρνω σε δύσκολη θέση τους ανθρώπους. παραστέκω λοιπόν, σιωπηλά.
άλλοτε θυμωμένα σιωπηλά
άλλοτε πεισμωμένα σιωπηλά
άλλοτε απεγνωσμένα σιωπηλά
άλλοτε απελπισμένα σιωπηλά
πάντως, σιωπηλά.
.
το βραδάκι πέρασε η φίλη μου η Μ.
από πέρυσι ήθελα να πηγαίνω μαζί της για άσκηση στο βουνό, μα δεν το κατάφερα ακόμα.
στις 6 το πρωί που σκαρφαλώνει εκείνη, εγώ θέλω λίγο να κοιμηθώ, μιας και τα βράδια αργώ να ξαπλώσω.
θέλω όμως τόσο πολύ να περπατάω στο βουνό, που θα κάνω μιά προσπάθεια να σηκώνομαι αχάραγα και να πηγαίνω μαζί. ξέρω ότι θα μου κάνει καλό. το βουνό είναι ο τόπος που μεγάλωσα, που λάτρεψα, που προσπάθησα να τον προστατέψω, θα είναι σα να πηγαίνω να συναντώ κάποιον πολυαγαπημένο μου, έτσι θα κάνω μιά προσπάθεια απ' αυτό το Σαββατοκύριακο. αν το καταφέρω, έξι η ώρα στις κορφές.
ξέρεις τι είναι να βλέπεις την ανατολή σα να μπορείς ν' αγγίξεις τον ήλιο ;!
.
από αύριο μεσημεράκι,στο μάθημα "Παγκόσμιας Ιστορίας"
.
.
.
.
.
.




Δεν υπάρχουν σχόλια: