Μου μίλησε ο Κωνσταντίνος.
Τον άκουσα πολύ ταραγμένο. Στενοχωρημένο. "Τα πράγματα, μου είπε, δεν πήγαν καλά! Δεν πήγαν όπως τα υπολόγιζα... Κακή υγεία...
Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Αν δεν μού 'δινες ποίηση Κύριε
Άκουσα τα παιδιά την Κυριακή να συζητάν μεταξύ τους, κι έλεγαν:
"σου φαίνεται αυτός γιά άνθρωπος, που εχτές ήτανε στο χειρουργείο?!"
Το "σκυλί μονάχο" λοιπόν είναι καλά.
Και το "σκυλί μονάχο" έχει αυτόν τον "ευλογημένο" καιρό, μες στους καιρούς, πολλά να μιλήσει, πολλά να συζητήσει, πολλά να απαντήσει, πολλά να ζητήσει...
Σκέφτεται όμως να μην τρέχει...
Είναι λίγο περήφανο σκυλί... Δεν θέλει να ενοχλεί κανέναν. Δεν είναι παραξενιάρικο. Δεν είναι αμίλητο! Μόνο σκυλάκι discret είναι.
Κι ίσως χρειάζεται και λίγη ενθάρρυνση...
Έτσι έγινε! Έκαμα σήμερα ένα ξουτ, ξουτ, με το χέρι μου κι έπεσαν χάμω, έφυγαν και σκόρπισαν όλα...
Βγήκαν όλες οι δύσκολες εξετάσεις, οι πρώην κι οι επόμενες, οι πιθανές και οι απίθανες... Σκυλί μονάχο είμαι.
Χαλάλι κι η ταλαιπώρια που πέρασα... Μαθήματα ζωής είναι όλα.
Γηράσκω, αεί διδασκόμενη... Όχι! Δεν γηράσκω... :)
Πάνε 10 ή 12 μέρες τώρα, είδα ένα όνειρο, που με τρόμαξε.
Άνοιξα, λέει, την ντουλάπα στο υπνοδωμάτιό μου κι έβγαλα από μέσα μιά τσάντα μου.
Ανοίγω την τσάντα και βλέπω τον εσωτερικό της πάτο να κουνιέται...
Μου φάνηκε περίεργο. Το κοίταζα... Όλος ο πάτος κουνιόταν πέρα δώθε.
Ξαφνικά, καταλαβαίνω ότι όλα αυτά που κινούνται είναι ερπετά, δίνουν έναν σάλτο και πηδάν πάνω στο στήθος μου.
Κάνω τότε με το χέρι μου μιά ενστικτώδικη κίνηση, ένα ξουτ, και τα τινάζω από πάνω μου, από το στήθος τα πετάω χάμω...
Ξύπνησα αρκετά τρομαγμένη και σκέφτηκα "μήπως είναι αυτό καμιά αρρώστια?"
Πήρα τηλέφωνο την Άσπα, που κάνει ότι ξέρει τα όνειρα, και κάθε φορά όλο και κάτι τις λέει...
"Με τρομάζει", μου είπε..."Αλλά αφού τα πέταξες χάμω, ό, τι κι αν είναι θα περάσει..."
“Εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών
νοημάτων”
Χρόνους XVIII, μετά την Ευλογία που
την είπανε Αμαρτία
βλέπω μία μοναδική
λέξη, ως άνθος σινάπεως να ανθίζει μες την
αιωνιότητα.
Βλέπω, όχι χαλκόν να ηχεί και κύμβαλα να αλαλάζουν,
μα βλέπω την προοπτική βάθους.
Βλέπω κάθε
στιγμή μέσα στον καιρό, ξεκίνημα από την αρχή.
Σαρώνοντας η καταιγίδα που εγέννησε η
καρδιά του ανθρώπου,
βλέπω πως, ό,τι ο άνθρωπος προσδοκά,
δεν είναι βολετό να μην έρθει.
Βλέπω, του
μέλλοντος την ανθοφορία.
Πάντα στέγει.
Είναι, σα να ντύνεσαι ξαφνικά με μιά πανοπλία. Φοράς, ας πούμε, ένα ένδυμα που αρχίζει να σε κάνει κάπως άτρωτο. Γίνεσαι κάπως άτρωτος.
Ο κόσμος και τα χάλια του, σε τρομάζουν λιγότερο.
Κοιτάς στον καθρέφτη , κι είσαι κάπως αλλιώς.
Σα να μη σε αφορά, σα να μη σε αγγίζει πιά το κακό, που τριγυρνάει στη γη.
Αποκτάς τόλμη. Βγάζεις γλώσσα.
Ψηλαφίζεις στη βιβλιοθήκη το βιβλίο του Μαρκές , με τα χρόνια της χολέρας.
Μετα σχηματίζεσαι.