Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010



signature
Foteini
.
.
.
.
Φι


Φα
.
ο μικρός μου Αντώνης χτυπάει τακτικά, με τα δάκτυλα
του αριστερού του χεριού,
ένα απαλό sol sol mi mi
sol sol mi
sol sol mi do sol mi
ο Μιχαήλ Άγγελος ζωηρά, με το δεξί χέρι κοπανάει ατίθασα στα πλήκτρα ένα συνεχές fa fa fa fa.
.

.
.
Φάβα.

αν κάποτε στη μαγείρευα, θα σου ψιλόκοβα επάνω ξερό κρεμμύδι και μαϊδανό,
θα σου έστιβα φρέσκο λεμονάκι και λίγο αγνό ελαιόλαδο.
.

Φαγγρί
.
σπουδαίο ψάρι, σαν πιπιλάς το κεφάλι
.

Φαγεντιανός / φαγιάντσα
.

D’ argile, céramique, porcelaine, faience, pottery, terracotta, terra cotta, celadon, bone china, εμαγιέ.

Από τις αρχές του 13ου αιώνα,
οι Ευρωπαίοι εισήγαγαν πορσελάνες από την Κίνα σε εξαιρετικά υψηλό κόστος.
Στις αρχές του 18ου αιώνα
άρχισαν στην Ευρώπη οι προσπάθειες, που θα ξεκλείδωναν το μυστικό της κατασκευής πορσελάνης.
Το 1710
δικαστήριο της Σαξονίας ανακοινώνει την επινόηση της πορσελάνης (στην Ευρώπη) και η ίδρυση εργοστασίου πορσελάνης με «ανώτατο διάταγμα» δημοσιεύεται στα λατινικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά.
:

.
.
Φαέθοντας
.

η θαυμαστή ιστορία του !
.

- Σφιχτά να κρατάς τα χαλινάρια, είπε ο Ήλιος στον γιό του, μην καταλάβουν τ’ άλογα πως έχουν αδύναμο αναβάτη.
Μη χρησιμοποιήσεις καθόλου το μαστίγιο και τ’ αγριέψεις.
Οδήγησέ τα μέσα από τις αρματοτροχιές που θα δεις στον ουρανό.
Πρόσεχε όταν θ’ ανεβαίνεις, μη λοξοδρομήσεις και χαθείς.
Σαν φτάσεις ψηλά, μην κοιτάς κάτω και ζαλιστείς.
Και στον κατήφορο τράβα δυνατά τα χαλινάρια μην κατρακυλήσει το άρμα σου και συντριβεί στη γη.
Μα ανώφελα λόγια είναι όλα τούτα σου λέω ! Άσε να οδηγήσω εγώ το άρμα. Ήρθε η ώρα να φωτίσουμε τη γη.
Να, η Ηώ άνοιξε την πόρτα !
.
Γρήγορος όμως ο Φαέθοντας πηδάει στο άρμα, αρπάζει τα χαλινάρια και τα τραβάει με δύναμη.
Αποχαιρετά βιαστικά τον πατέρα του, ενώ τ’ άλογα ανοίγουν τα λευκά φτερά τους κι αλαφροπατώντας βγαίνουν απ΄τη μεγάλη πύλη των παλατιών του Ήλιου
.
- Πού πας, Φαέθοντα, παιδί μου ! Φωνάζει τρέχοντας πίσω του ο ΄Ηλιος. Φαέθοντα ! γύρνα πίσω ! θα χαθείς ! Αχ, νιάτα, παράτολμα νιάτα ! Πώς σας τραβάει το άγνωστο, το βάθος τ’ ουρανού, το φως του ήλιου ! Ω, πόσο είναι άδικο μια τέτοια τόλμη να χαθεί μέσα στον κατασκότεινο Άδη ! Φαέθοντα ! Φαέθοντα ! Μ’ ακούς ; Γύρνα πίσω !
.
Εκείνος όμως δεν τον ακούει πια. Τ΄άλογα αρχίζουν ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό και η χαρά του δε λέγεται. Ο Έπαφος δε θα τολμήσει ποτέ να τον ξαναπροσβάλει ! Μα γι’ αυτό δε νοιάζεται πια... Για κάτι άλλο που έχει πιο μεγάλη αξία τον νοιάζει τώρα καθώς το φωτεινό άρμα αφήνει τη γη και οι χρυσές αχτίδες του ήλιου χαρίζουν στον κόσμο φως, ζεστασιά, ζωή.
«Αλήθεια, πόσο σπουδαίο πράγμα είναι να μπορείς να κάνεις το καλό», σκέφτεται ο Φαέθοντας. «Αχ, ας γινόταν να οδηγούσα πιο συχνά αυτό το άρμα!»
Αλλά μ’ αυτές τις σκέψεις ο γιος του Ήλιου ξεχάστηκε .
Τ΄ άλογα νιώσαν ακυβέρνητα. Κατάλαβαν πως το άρμα είναι πιο ελαφρύ κι άρχισαν να τρέχουν καλπάζοντας και βγήκαν απ’ το δρόμο τους. Έχασε ο Φαέθοντας τις αρματοτροχιές από τα μάτια του και τότε κατάλαβε τι κίνδυνος τον απειλούσε. Προσπάθησε ν’ αλλάξει την πορεία του, μα τ’ άλογα δεν τον ακούν και τρέχουν για το άγνωστο. Ξαφνικά ένας τεράστιος σκορπιός σαλεύει στον ουρανό. Ο Φαέθοντας τα χάνει και τρομαγμένος αφήνει τα χαλινάρια, κι αυτό ήταν η αρχή του τέλους. Τ΄ άλογα λεύτερα τρέχουν όπου θέλουν. Πότε κατεβαίνουν χαμηλά και τότε η γη αρπάζει φωτιά, πότε ανεβαίνουν ψηλά και τότε πυρπολείται ο ουρανός
.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
.
Ο παράτολμος νέος πνίγεται καθώς αναπνέει τον πυρωμένο αέρα. Τίποτα πια δε μπορεί να κάνει. Ούτε το δρόμο ξέρει, ούτε τ’ άλογα μπορεί να δαμάσει. Μετανοεί πικρά, που δεν άκουσε τις συμβουλές του πατέρα του, μα είναι πια πολύ αργά. Τώρα όλη η πλάση είναι μια κόλαση.
Η γη κάτω καίγεται. Οι φλόγες τυλίγουν τον δίκορφο Παρνασσό.
Πήρε φωτιά ήδη η Ίδη και το ισκιωμένο Πήλιο. Καίγεται ο δασωμένος Ελικώνας και ο ψηλός Ταϋγετος. Πυρπολείται κι ο Καύκασος μ’ όλα τα δάση της Ασίας. Αφανίζονται πολιτείες και λαοί. Ξεραίνονται οι πηγές και τα ρυάκια, κι οι νύμφες τρέχουν να κρυφτούν στις πιο βαθιές σπηλιές. Κοχλάζουν και τα πιο μεγάλα ποτάμια, ακόμα κι αυτός ο Νείλος κι ο Ευφράτης. Όλη η θάλασσα βράζει κι η γη ξεραίνεται και σχίζεται βαθιά, τόσο βαθιά που οι φλογερές αχτίδες του ήλιου φτάνουν και σ’ αυτόν τον κατασκότεινο Άδη
.
Σηκώνεται τότε η θεά Γη, η μητέρα όλων και βροντοφωνάζει στον Όλυμπο :
- Δία βασιλιά, εσύ που κυβερνάς αυτόν τον κόσμο, δε βλέπεις τη φωτιά που τύλιξε τη γη! Πρέπει να χαθώ κι εγώ με τα ποτάμια και τα ισκιωμένα δάση ! Πρέπει να χαθούν όλες οι φυλές των ανθρώπων κι ό,τι ζωντανό τρέφεται στα χώματά μου ! Θέλεις να βασιλέψει πάλι το χάος το πρωταρχικό, κι ό,τι έγινε ως τώρα να χαθεί, γη κι ουρανός, θεοί και άνθρωποι, ζωή κι αγάπη !
Δία τρανέ, κυρίαρχε του κόσμου, σώσε τώρα τη γη απ’ τη φωτιά, γιατί σε λίγο θα είναι πια πολύ αργά.
Και ξαφνικά ξεπροβάλλει πάνω από ένα σύννεφο ο μεγάλος Δίας. Και σηκώνοντας το δεξί του χέρι, αμολάει μια αστραπή, που έσβησε αμέσως την πυρκαγιά σ’ ολόκληρη τη γη. Ύστερα ρίχνει έναν κεραυνό που χτυπά το άρμα του Φαέθοντα και το κάνει συντρίμμια.
.
Σαν πεφταστέρι τινάζεται ο γιος του Ήλιου και με τα μαλλιά να φλέγονται πέφτει στον ποταμό Ηριδανό στην άκρη του κόσμου.
.

.
.
Φαίακες
.

Ομήρου Οδύσσεια
.

ζ
.

Οδυσσέως άφιξις εις Φαιακας
.
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
.

Κι η ασπροχέρα η Ναυσικά του απολογήθη κι είπε·
«Ξένε, που μήτε ασύστατος μήτε κακός δε δείχνεις,
—στον κόσμο την καλοτυχιά μοιράζει την ο Δίας
και σε καλούς και σε κακούς, του καθενού όπως θέλει
·
190
.
κι εσένα αυτά που σου 'δωσε χρωστάς να τα ποφέρνης.
Ως τόσο μιά και πάτησες σ' ετούτη μας τη χώρα,
δε θα σου λείψη φορεσά μήτ' άλλο που ταιριάζει
σε παθιασμένον που έρχεται με θερμοπαρακάλια.
Τήν πόλη θα σου δείξω εγώ, και ποιοί εδώ ζούν θα μάθης
.
195
.
Αυτή την πολιτεία και γής οι Φαίακες την έχουν,
κι εγώ είμαι του τρανόψυχου του Αλκίνου θυγατέρα,
που απ' αυτόνε η δύναμη κρεμιέται τώ Φαιάκων.»
.
Είπε, και τις ωριόμαλλες φωνάζει παρακόρες·
«Σταθήτε, ώ κοπελιές· γιατί σε όψη αντρού σκορπιέστε;
.
200
.
ή τάχα φοβηθήκατε πως είναι οχτρός ετούτος;
Δέ ζή στον κόσμο ο άνθρωπος, κι ούτε ποτές θα υπάρξη
που θα 'ρθη εδώ τον πόλεμο στους Φαίακες να φέρη·
γιατί εμάς οι αθάνατοι πολύ μάς αγαπάνε,
Απόμακρα στου πέλαγου την άκρη κατοικάμε
,
205
.
και με τα μάς άλλοι θνητοί δε σμίγουν εδώ πέρα.
Άν ήρθε αυτός ο δύστηνος μες στα πλανέματά του,
να τον δεχτούμε πρέπει μας, γιατί ο Δίας μάς στέλνει
φτωχούς και ξένους· λιγοστό, μα αγαπητό 'ναι δώρο.
Μόν' δόστε του, κοπέλες μου, φαΐ πιοτό του ξένου
,
210
.
και στο ποτάμι λούστε τον, σε απάνεμο έναν τόπο.»


.

Φαίδρα



Αστέρι μου φεγγάρι μου - Μελίνα Μερκούρη (Φαίδρα)




Φαιός
.

Σταχτής
Γκρίζος
Σταχτής
Γκρίζος
Σταχτής
Γκρίζος
.
και πάλι...


.
.
.
Φαιστός
.

Προελληνικό όνομα

Τεμάχια αγγείων, λίθινοι πελέκεις, λεπίδες οψιδιανού,
πήλινα αναθηματικά ειδώλια και ζώδια, νεολιθικές
ανθρώπινες μορφές, ψάρια, πουλιά, έντομα, φυτά
.
στο υπόγειο του δωματίου
με κωδική ονομασία XL - 101
υπάρχει
Πήλινη η προσευχή ή
Πήλινο παραμύθι ή
Πήλινο γεωμετρικό θεώρημα ή
Πήλινο ημερολόγιο
ή απλά, τα λόγια :
«Στη Μεσαρά είναι η Φαιστός. Αυτή ανήκει στον Νέστορα, τον μέγα άνδρα των Αχαιών»
.

φάκελος

το χάρτινο περίβλημα των επιστολών μου
χρώμα γαλάζιο σαν αίμα ή
βαθύ κόκκινο σαν σκέψη
.

φακή

μας έδινε η μάνα μας έναν κεσέ από γιαούρτι.
Ρίχναμε μέσα σποράκια φακής. Τα σκεπάζαμε απαλά με βαμβάκι.
Τα ποτίζαμε.
Έπειτα από λίγες μέρες φύτρωνε η φακή. Μου άρεσε να βλέπω τις κορφούλες να τρυπάν το βαμβάκι και να ξεμυτάν.
Έπειτα, το πηγαίναμε στην κυρία Κουτούπη. Φτιάχναμε φυτολόγια. Ακόμα μυρίζω τη μυρωδιά εκείνων των φυτολόγιων...
.
.
.
συνέχεια...
.
.
.
.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: