Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

"η γλώσσα, λέει ο λαός,
κόκκαλα δεν έχει, μα κόκκαλα τσακίζει"...

έτσι, καθώς η έκφραση "κατά το δοκούν" είναι διατύπωση λογία μεν,
άδικη, ανακριβής, αναντίστοιχη και ύπουλη δε,
η απλή λογική του κατηγορουμένου, η τσακισμένη του ραχοκοκκαλιά, κι η υπερηφάνεια,
του επιβάλλουν να καταφύγει στο πιό απλό, μα στο πιό απλό καταφύγιο - οριστικό σημείο της στίξεως,
στην τελεία.













Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015



photos 
foteini
να είσαι εκεί, σαν ξημερώνει στη θάλασσα !


"ξημέρωμα σε γύρεψα..."





το... ζουλάπι μου !







λίθοι λίθινοι
λιθινότεροι
και λιθινότατοι





έπιασε καλοκαιρινό μπουρίνι















φυσονάει ο άνεμος μέσα σε καλοκαιρινές παντιέρες κοραλένιες
και μέσα σε καλοκαιρινές παντιέρες του τρυφερού πεύκου







et voila,
μιά ωραία καλοκαιρινή τάρτα της αρμύρας !




et voila,
μιά τεράστια δηλητηριώδης αράχνη, σφιχτά χωμένη μέσα σε κόκκινο καπέλο
όπου μέσα στο κόκκινο καπέλο, σφιχτά χωμένο ξανθό κεφάλι...



(αφού την γλυτώσαμε απ' το δάγκωμα κι αυτής της αράχνης ...)











Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015



Περιπατητής 




Παρασκευή 24 Ιούλη του 15

(η Αφροδίτη !), καθώς μου την έμαθε ο φίλος μου ο ψαράς, ο Γιάννης ο  "Πατατούκας".
Βραδάκι στη θάλασσα.
Ίσως είναι το πρώτο κανονικό καλοκαιρινό μπάνιο, πέμπτο, μη κανονικό.
Μέτραγα αστερισμούς στο κύμα, ως αργά.


Σάββατο 25 Ιούλη του 15

Χάραμα στη θάλασσα, μοναχή και μόνη.
Ύστερα ξεμύτισε ο ήλιος. Γι αυτό είναι ωραία ετούτη η ώρα.
Διότι, έχεις αποκλειστικότητα στα νερά,
στα βότσαλα,
στον ορίζοντα,
στον ήλιο,
στη μοναξιά.
Ομιλεί έτσι το ώριμο τέκνο της αποκλειστικότητας.
Της απόλυτης, αποσβολωμένης, ανελαστικής, αποβλακωμένης και απολιθωμένης αποκλειστικότητας.


Βράδυ.
Η μέρα ήταν γεμάτη .
Το σκυλί με ακολουθεί στον μισό πόντο, ίσως από ανασφάλεια, μην φύγω ξανά. Όταν παίρνω στροφή πέφτω πάνω του.
Δεν του πολυαρέσει, του φουκαράκου μου, η θάλασσα. Οι δίδυμοι τον παίρνουν αγκαλιά όπως τα μωρά και τον βουτάνε, κι αυτός όπου φύγει φύγει, να βγεί στα γρήγορα απ’ το νερό…

photo foteini

Ήρθαν μονοήμερα και η Κ. με τον Σ.
Θυμηθήκαμε τα χρόνια που είμασταν παιδιά στην Αγιάπα, είπαν όλοι ιστορίες, ο Στέλιος μας έφτιαξε μιαν ωραία αλμυρή τάρτα, σολάρει πάντα στα ανέκδοτα, γελάσαμε, τα ουζάκια ήσαν σωστά – comme il faut, το καρπούζι γλυκό και παγωμένο.
Η Κατερίνα με την αδερφή μου έκαναν σιέστα στρωματσάδα στο χτήμα χαχανίζοντας, όπως, λέει, έκαναν όταν είμαστε παιδιά.
Το απόγευμα έβαλε μαϊστρο. Σήκωσε μπουρίνι κι έριξε χοντρές σταγόνες.
Apres la pluie, le beau temps.
Στα βοτσαλάκια, ως αργά.


Κυριακή 26 Ιούλη του 15     

Η γιορτή της Αγίας Παρασκευούλας σήμερα.
Χουζούρεψα μες στα σεντόνια ως τις οκτώμιση το πρωί.
Στον ύπνο μου σκεφτόμουν διάφορα και είχα ανησυχία… Έπειτα σκεφτόμουν, πως σαν υπάρχει τόση εργατικότητα, γνώση, τόσο πάθος , τόση τελειομανία για την τελευταία λεπτομέρεια, όταν υπάρχει τέτοια μαστοριά (αυθεντία το λέν αυτό), είναι όλα ήσυχα και καλά.
Τσαλαβουτάω και κολυμπάω όλο το πρωί, μέσα έξω, έξω μέσα… Κατακοκκίνησε η μούρη μου.
Το μεσημέρι ήθελαν να τους τηγανίσω μελιτζανούλες και κολοκύθια.
Έστειλα τον αδερφό μου στο χωριό, ν’ αγοράσει.
Μοσχοβολάει ένα γύρο, τηγανητή μελιτζανούλα και θάλασσα. 


Βράδυ

Εδώ Αθήναι.







Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Περιπατητής...

- στο σπιτάκι, στην άκρια της θάλασσας -


Σε 6 ημέρες πιάνουμε Αύγουστο και τα εφετινά μπάνια είναι τα παγωμένα μπάνια 4, που ξύλιασα  μέσα στον Μάη.
 Έτσι, αφού τα παιδιά με κάλεσαν, "έλα νονά, ξαναέλα νονά, μείνε, θα έρθεις, θα μείνεις ; θα κάνουμε και μάθημα ; !", ε, αν είναι γιά φευγιό εγώ δεν θέλω και πολλά παρακάλια, εμπρός, Σαββατοκύριακο στο σπιτάκι στην άκρια της θάλασσας...








Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015



Federico Garcia Lorca


Κώστας Ζαρούκας αποδίδει.
Εκδ. Σαμουράϊ
Ανεμοδείχτης


Ιούλης του 1920

(Φουέντε Βακέρος, Γρανάδα)


Άνεμε του Νότου
Μελαχρινέ, φλογερέ,
Πνέεις πάνω στη σάρκα μου,
Γεμίζοντάς με από σπορά
Βλεμάτων
Λαμπερών, εμποτισμένων
Με πορτοκαλάνθια.


Κάνεις το  φεγγάρι κόκκινο
Και με λυγμούς να κλαίνε
Τις λεύκες τις αιχμάλωτες

.........................................

Χωρίς κανέναν άνεμο,
Πίστεψέ με !,
Γύρνα, καρδιά ‘
Γύρνα, καρδιά.


Αγέρα του Βορά,
Άσπρη αρκούδα του άνεμου !
Πνέεις πάνω στη σάρκα μου
Ριγώντας από αυγές
Βορινές,
Με την κάπα σου από φαντάσματα
Καπεταναίων,
Και γελώντας δυνατά
Σαν τον Ντάντε.
Ω ! εσύ των αστεριών στιλβωτή !

...........................................


Χωρίς κανέναν άνεμο,
Πίστεψέ με !,
Γύρνα, καρδιά ‘
Γύρνα, καρδιά.


Αύρες, ρολόγια ηλιακά και άνεμοι
Του πουθενά.
Κουνούπια του τριαντάφυλλου
Με πέταλα πυραμιδένια.
Μελτέμια που μεγαλώσατε
Ανάμεσα στα τραχιά τα δέντρα,
Φλογέρες μες στη θύελλα,
Αφήστε με !
Έχει αλυσίδες χοντρές
Η ανάμνησή μου,
Κι είναι φυλακισμένο το πουλί
Που με τις τρίλιες ζωγραφίζει
Την εσπέρα.


.................................................



Διαβάζω σε ιδιόχειρη σημείωση

πως αυτό το βιβλίο,

το απέκτησα στα 18 μου…








Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015



Είχα, ίσως από πάντοτε, τον Βασίλη τον Αρβανίτη, του Στρατή Μυριβήλη (βιβλ. Της ΕΣΤΙΑΣ) ανάμεσα σε άλλα βιβλία διάφορα, δεν έτυχε όμως κάποτε να τον έχω διαβάσει. Έφτασε τώρα η ώρα του.
Βρίσκομαι μονάχα στη σελίδα 17 μα η γραφή αυτή με γοήτευσε, άρχισε το κείμενο να με ξεμυαλίζει ήδη από την πρώτη του σελίδα.
Δεν φανταζόμουνα τη λαϊκή σοφία, απλά πράγματα, καθημερινά, αληθινά, και σκέψεις φιλοσοφικές, εκφρασμένα έτσι, σε ένα ποιητικό κείμενο ! Σε κάθε σχεδόν παράγραφο –ως τώρα- έχει κάτι να μου πει…



Σελ.9
«Κάθε καρπός θέλει τη γης και το κλίμα του για να μελώσει, θέλει κ’ ένα στόμα να τον βυζάξει. Κάθε καράβι θέλει τα νερά του για να πλέψει, όμως η μοίρα του, εκεί σ’ ένα μακρινό λιμάνι στέκεται και το καρτερεί. Έτσ’ είναι.»



Στην σελ.11, ο συγγραφέας εκφράζει κάτι πολύ τολμηρό . Ο Θεός, λέει, έχει φλογερή καρδιά ! Κι έχει  χαρούμενη παρουσία ! Μάλλον ποτέ δεν το είχα σκεφτεί έτσι…

«Στοχάζουμαι κάτι νερομάνες, που αναβρύζουν ολομόναχες στην ερημιά κάτ’ από τον ουρανό. Τινάζουν τη δροσιά τους μέσα από τη πυρωμένη πέτρα και κανένας δεν είν’ εκεί ν’ απλώσει τη φούχτα στο χόχλο, ν’ ανεστηθεί η καρδιά του. Μήτε άνθρωπος, ούτε θεριό, ουδέ πουλί, μηδέ χορτάρι. Τα νερά τάχατες τραγουδούν για τον εαυτό τους ; Η χαρά τους βουίζει μάταια , δίχως να ξεδιψάσει ψυχή ;
Ας μην αμαρτάνουμε. Τίποτε δεν πάει στα χαμένα , αφού είναι ο Θεός γυροπερίγυρα και ανασαίνει γαληνά την ειρήνη του. Αυτός τα χαίρεται, πίνει τα νερά κι ανεγαλλιάζει από τη δροσιά η φλογερή καρδιά Του. Είναι απλωμένη η χαρούμενη Παρουσία Του ως και στην πιο απόμερην ερημιά, εκεί που τρίζει η άμμος μες στη μοναξιά και δε βρίσκει μια χαραμίδα για τη ρίζα της η πιο ταπεινή κάπαρη.»

Είναι ίσως κάπως παράτολμο αυτό που σκέφτομαι, μα φυσικά θα το πω :
Οι πιο πάνω σκέψεις, μου θυμίζουν τον τρόπο που βλέπει τον Θεό και ο Νίκος Καζαντζάκης.



κι ύστερα, σελ. 14

«Τ’ αγαπούσε ο μακαρίτης ο πατέρας τα δέντρα.
………………………………………………….
Ώσπου πέθανε , φύτευε δέντρα, κλήματα και λουλούδια , παντού όπου λάχαινε. Όχι να πεις για συμφέρο, μόνο έτσι, από μεράκι. Καρπερά θέλεις, στολιστικά θέλεις…»



Ύστερα, έχουμε μιάν όμορφη περιγραφή , με κάθε λεπτομέρεια, του πατρικού σπιτιού.
Αχ, τα πατρικά σπίτια…
Αυτά που πρώτα μας χαμογελούν, κι ύστερα, γυμνωμένα, πώς πεισμώνουν…




 αυτά ως τώρα






Τρίτη 21 Ιουλίου 2015


πρωί

στην Γκίλφορντ κατέληξα , λίγο πριν το αεροδρόμιο.
ήπιαμε με την D έναν καλό χυμό πορτοκάλι , στου Νίκου,
είδα την Σταυρούλα,
μπήκαμε στις αντίκες, παζαρέψαμε ένα τσαγερό, μιά γαλατιέρα και μιά ζαχαριέρα bone china - δίχως λεφτά στην τσέπη μας !-, παζαρέψαμε και δυό υπέροχες σουπιερίτσες Limoges - ομοίως δίχως δραχμή στην τσέπη μας -, κατόπιν φύγαμε, πέρασα ως συνήθως, στση  διασταύρωση απέναντι , ζικ ζακ ανάμεσα σ' όλα τ' αυτοκίνητα και τα μηχανάκια κι ενώ με κοιτούσε έντρομος, μην καταλαβαίνοντας ένας κύριος από απέναντι, Ιγγλέζος ήτουνε ; Σκανδιναβός ήτουνε ; Γερμανός ήτουνε, δεν ξέρω, εκειό που ξέρω είναι πως θα γυρίσει πίσω στη χώρα του και θά χει να λέει : "είναι τρελοί αυτοί οι Έλληνες ... αγνοούν τα φανάρια και διασχίζουν το δρόμο ανάμεσα στ' αυτοκίνητα ... τσσσσσσς... Ανατολή !"

τέλος πάντων,

απομεσήμερο στο αεροδρόμιο, όσο περίμενα φυσικά δοκίμασα πάνω μου υπέροχα Γαλλικά κι Ιταλικά αρώματα,
νιώθω πως θα σπάσω απ' την κούραση, το δεκαήμερο που πέρασε ήταν φριχτό,

τέλος,

εδώ Αθήναι.









Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015


στην πεζούλα, ανείπωτα...


ΥΠΟΤΙΤΛΟΣ :

Πώς μιά μπλέ κουκίδα καυγατζού
καυγαδίζει με τον ίδιο τον εαυτό της !



- μιά καφέ κουκίδα : καμιά φορά αναρωτιέμαι... δεν συνηθίζεις να με ψάχνεις !

- μιά κουκίδα μπλε : εγώ δεν σε ψάχνω ; !

- μιά καφέ κουκίδα : δεν εννοώ ακριβώς αυτό... εννοώ, πως δεν ξεσκαλίζεις τα πάντα... δεν ψάχνεις κάτω απ' τις πέτρες...

- μιά κουκίδα μπλε : (σιωπή)

- μιά καφέ κουκίδα : ξεσκαλίζεις τα πάντα ;

- μιά κουκίδα μπλε : όχι. καθόλου.

- μιά καφέ κουκίδα : αυτό ακριβώς λέω ! πώς γίνεται και δεν ξεσκαλίζεις τα πάντα ;... καμιά φορά αυτό με ευχαριστεί... καμιά φορά το εισπράττω ως αδιαφορία. αναρωτιέμαι... είναι αδιαφορία ;

- μιά κουκίδα μπλε : σιώπησε !...

- μιά καφέ κουκίδα : εξήγησέ μου !...

- μιά κουκίδα μπλέ : είναι που, είναι που... δεν το αντέχω ! ξέρεις, πονάνε και οι μικρές μπλέ κουκίδες...

- μιά καφέ κουκίδα : εξηγήσου !...

- μιά κουκίδα μπλε : δεν θέλω να στριμώχνομαι εκεί, ανάμεσα στο πλήθος... γιά ποιόν άλλωστε λόγο;  όλοι εκείνοι δεν έχουν μιά θάλασσα κάθε νύχτα στα μάτια τους...

- μιά καφέ κουκίδα : (σιωπή)

- μιά κουκίδα μπλέ : μήτε έχουν στην παλάμη τους τη χαρακιά της δικής μου ζωής...

- μιά καφέ κουκίδα : κι όμως, είναι κι αυτοί δικοί μου !

- μιά κουκίδα μπλέ : φυσικά ! αβρόχοις όμως ποσί !

- μιά καφέ κουκίδα : πώς το εννοείς ;

- μιά κουκίδα μπλέ : δικοί σου !  με ποιό προσωπικό, σωματικό, πνευματικό και ψυχικό κόστος; ... τους έχεις δοκιμάσει, να είναι βρεμμένα τα πόδια τους ; να τρέχουν τα νερά, ως μέσα στα κόκκαλά τους ;

- μιά καφέ κουκίδα : κάποιους απ' αυτούς, λίγους, φυσικά τους έχω δοκιμάσει σε δύσκολα!

- μιά κουκίδα μπλέ : βέβαια.  σε πόσο δύσκολα, άραγε ; και γιά πόσο χρόνο ; γιά μιά μέρα ίσως ; ίσως και γιά μιά νύχτα... γιά έναν χρόνο ίσως , ίσως γιά δύο χρόνια ; γιά τρία; ίσως γιά τέσσερα χρόνια ; γιά πέντε ; γιά πολλά ;

- μιά καφέ κουκίδα : ο χρόνος πάντα... με θυμώνεις !...

- μιά κουκίδα μπλέ : μπορείς να θυμώνεις, αν θέλεις... θύμωσε, αν το θες... αδιαφόρησε, αν το θες ! αυτό δεν θ' αλλάξει την αλήθεια. 

- μιά καφέ κουκίδα : δεν υπάρχει μιά μόνο αλήθεια ! δεν υπάρχει η αλήθεια του ενός !

- μιά κουκίδα μπλέ : έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε !...

- μιά καφέ κουκίδα : τί είναι πάλι αυτά ; !

- μιά κουκίδα μπλέ : ο χρόνος έχει γίνει άχρονος ! και πάντα, μέσα ως μέσα, ως το κουκούτσι μέσα, ως το μεδούλι μέσα, πάντα μονάχα ένας υπάρχει. υπομονή μία και πίστη μία και αντοχή... 
ένας μονάχος τρώει πικρό ψωμί... αυτό είναι η "αλήθεια" .

- μιά καφέ κουκίδα : όπου ο ένας, δεν θέλει ν' ανακατώνεται με τους υπόλοιπους... 
μου θυμίζεις κάπως τον Tagore  
"De peur que je te confonde avec la foule, tu te tiens seule à part.
Jamais tu ne prends le chemin que tu voudrais prendre.
Tu demandes plus que les autres, c'est pourquoi tu es silencieuse"

- μιά κουκίδα μπλέ : ναι έτσι και όχι έτσι...

- μιά καφέ κουκίδα : πώς ;

- μιά κουκίδα μπλέ : "ο κόσμος σου να είμαι εγώ !" 











 στην πεζούλα...

πλήττω θανάσιμα
το μεσιανό φώς απ' το κατάρτι, σηκώνεται σαν αστερισμός μες στον ορίζοντα
και στα σκότη
πολλοί μεσιανοί αστερισμοί στον ορίζοντα
πολλοί μεσιανοί αστερισμοί στα σκότη





μαυριδεροί εισαγόμενοι τροβαδούροι - ίσως Ρουμάνοι - περιέρχονται τα καντούνια παίζοντας σε μαντολινάτα  " Por una Cabeza " !
πλήττω θανάσιμα
περπατάω αρκετά κάθε μέρα, κάποτε βλέπω φίλους, είχα μιά βδομάδα να πάρω κανονική τροφή, σήμερα έφαγα.
ελπίζω να τελειώσω με τα εσωτερικά της οικοδομής -ίσως σε δυό-τρεις μέρες ;-
να γυρίσω Αθήνα.




άνοιξε και φέτος η έκθεση βιβλίου.
δεν έχω ίχνος διάθεση γιά διάβασμα, μόνο από διαστροφή πήγα - πρώτα βγαίνει η ψυχή κι έπειτα το χούι -, συνάντησα τον αγαπητό φίλο βιβλιοπώλη, του παρήγγειλα να μου φέρει την Frida Kahlo του Λιβάνη,  μόνο γιατί θέλω να έχω εκείνην την υπέροχη, την λαμπρή παράγραφο γιά τα χρώματα !
μπήκα και σε αρκετούς πειρασμούς, ένεκα η αφραγκιά όμως πήρα μονάχα τρία βιβλία, τα 2 σχεδόν folio :

- Arthur Schopenhauer - Περί Ανάγνωσης και Βιβλίων / Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΠΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ , μτφρ. Καλιφατίδη, εκδ. ΑΓΡΑ

"... Όποιος ρίχνεται με τα μούτρα στο διάβασμα και διαβάζει σχεδόν ολόκληρη την ημέρα αλλά περνά τον ενδιάμεσο χρόνο του χωρίς διόλου να στοχάζεται, χάνει με τον καιρό την ικανότητα να στοχάζεται μόνος του...όπως κάποιος που, κυκλοφορώντας μονίμως καβάλα στο άλογο, ξεχνά στο τέλος πώς να βαδίζει. Τέτοια είναι, όμως, η περίπτωση ουκ ολίγων λογίων : από το πολύ διάβασμα έχουν αποβλακωθεί...
... Το πλήθος κακών βιβλίων, τούτο το θρασεμένο ζιζάνιο της λογοτεχνίας, που απομυζά το σιτάρι από τις θρεπτικές ουσίες και το πνίγει...
... Όσον αφορά τα αναγνώσματά μας, πρωταρχική σημασία έχει η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση. Η άσκηση αυτής της τέχνης, προϋποθέτει από εμάς να μην αγγίζουμε οποιοδήποτε βιβλίο απασχολεί κάθε φορά το ευρύ κοινό, μόνο και μόνο επειδή τη συγκεκριμένη εποχή τυχαίνει να κάνει πάταγο ή να επανεκδίδεται ξανά και ξανά κατά το πρώτο και τελευταίο έτος της ύπαρξής του."


- Honore de Balzac - Ένα πάθος στην έρημο - εκδ. ΑΓΡΑ

ΕΝΑ ΠΑΘΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ !
πώς ο στρατιώτης ημέρεψε με τα χάδια του μιά λεοπάρδαλη !



Το τρίτο δεν είναι folio, μα είναι ένα αληθινό βιβλίο.
Λαμπερό !

- Άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού / ΑΔΩΝΙΣ / εκδ. Άγρα

"... θ' αφανιστώ, θα ζώσω το στήθος μου
δένοντάς το στους ανέμους,
και μακριά θ' αφίσω τα βήματά μου, σε σταυροδρόμι,
σε μιάν έρημο..."









Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015



 ΠΗΡΕ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΤΟΥ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ;


Δεν κάνω την έξυπνη.
Δεν είμαι έξυπνη.
Ένας χαζός, απελπισμένος άνθρωπος είμαι, ένα βλαμμένο είμαι, ένας βλάκας είμαι, που όμως ρωτάει.
Βρε, τον φυλάτε τον Υμηττό ;
Βρε, φυλάτε ;
Τα φυλάτε τα βουνά ; Τους πνεύμονες της Αττικής, κοντά στον αστικό ιστό, αλλά και πάρα πέρα… Τα φυλάτε ;
Υπήρχε χρώμα κίτρινο επικινδυνότητας, από χτες.
Βαρέσατε συναγερμό ;
Επιφυλακή βαρέσατε ;
Αυτοδιοίκηση και κρατικός μηχανισμός, υπάρχουν ;
Ασχολήθηκε κανείς με τις εθελοντικές οργανώσεις;
Προληπτικές συνάξεις  με όλους τους τοπικούς φορείς, ιδρύματα, οργανώσεις, στρατό, πυροσβεστική, οργανισμούς, όπου ο καθένας να αναλάβει υπεύθυνα ένα κομμάτιφύλαξης κ.τ.λ., γίνανε ;
Πλέγμα ανθρώπινο, ΧΤΕΝΙ, ορισμένο να φυλάει οριζόντια και κάθετα κάθε μεριά των βουνών υπάρχει ;



ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΛΕΓΜΑ ΣΕ ΣΗΜΕΙΑ, 
ΝΑ ΦΥΛΑΕΙ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΚΑΙ ΚΑΘΕΤΑ


Τους    ενδιαφερθήκατε να τους έχετε ήδη από πριν οργανώσει και αξιοποιήσει ;
Χτες βράδυ, η πολιτική προστασία, οι δημάρχοι, οι αντιδημάρχοι, οι εθελοντές, πήγανε σπίτι τους να

να κοιμηθούνε !;
Ανθρώπινο πλέγμα φύλαξης, είχατε εγκαταστήσει παντού ;
Σχεδόν γνωρίζω την απάντηση.
Τρελαίνομαι γμτ.
Θα τρελαθούμε.




Υ.Γ.
Διαβάζουμε στον τύπο, την επομένη !...

"Δόθηκε εντολή στις ένοπλες δυνάμεις γιά περιπολίες - εκτιμάται πως οι πυρκαγιές μπορεί να είναι μαζικοί εμπρησμοί"
 (sic !)

Έλα ! Λες, βρε, να είναι μαζικοί εμπρησμοί ;! Όλο στο πονηρό πάει το μυαλό σας !...







Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

όταν το τσαντσαμίνι ήταν μικρό παιδί, ο πατέρας του το έπαιρνε τ' απογεύματα απ' το χέρι και πηγαίνανε οι δυό τους στο χτήμα.
εκεί, σαν δυό μαστοράκια, ανοίγανε το λάστιχο με το νερό και τα καναν όλα λούτσα !
"ποτίζουμε τα μπετά !" έλεγε στο τσαντσαμίνι ο πατέρας, που εκείνα τα χρόνια έφτιαχνε το σπίτι τους




"το τσιμέντο γιά να δέσει καλά και γιά να μην σκάσει χρειάζεται πότισμα". κι εκείνο, πολύ διασκέδαζε, που αντί να ποτίζουνε δέντρα ποτίζανε τα τσιμέντα. θυμάται πως κάποτε κιόλας αναρωτιότανε μέσα στο παιδικό μυαλό του, μήπως φυτρώσει και το τσιμέντο.

σήμερα, που οι μαστόροι είπανε στο τσαντσαμίνι να ποτίζει ολημερίς τα τσιμέντα, εκείνο ήξερε ακριβώς τι πρέπει να κάνει και γιατί το κάνει.




κάθισα το βράδυ στον συμπαθή μου Vesuvio, άκρη στο καντούνι και παρήγγειλα μιά πίτσα
Bella Napoli.
vera Ναπολιτάνικη, με ρόκα από πάνω, έφαγα 1 κομμάτι και "βάλτε μου, λέω, την υπόλοιπη για το σπίτι". ο μάγειρας βγήκε έξω στενοχωρημένος "γιατί ; δεν σου άρεσε η πίτσα μου ;" "φυσικά και μου άρεσε ! όταν παρήγγειλα ήξερα πως θα φάω 1 κομμάτι... την υπόλοιπη αύριο, κρύα"




το σκυλί, μου λένε, έχει πέσει σε κατάθλιψη ' νομίζει πως το έχω εγκαταλείψει.
σκέφτομαι τη θλιμμένη μουρίτσα του. τι αφοσίωση έχουν τα ζωάκια !









Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

στην πεζούλα...

Τετάρτη 12 το βράδυ.

Κουράστηκα πολύ σήμερα. Δεν γκρινιάζω, περιγράφω...
Πρωί πρωί γκρεμίσαμε ένα κολωνάκι μες στην κουζίνα' ψιλοχαμός...

Περπάτησα έπειτα στην πόλη, με διαδρομή εκ διαμέτρου αντίθετη με ό, τι είχα σκεφτεί : ανέβηκα Αλεξάνδρας, Σαρόκκο (San Rocco) , κέντρο, παραλία, σπίτι το μεσημέρι, όπου στις 1 έφερα ξυλουργό και πέρασε κλειδαριά ασφαλείας (τι να κάνω, έχω πάντα τις ανασφάλειές μου...).
Απ' τις δυόμιση που τέλειωσε ο μάστορας ως τις 6 καθάριζα τα χτεσινά και σημερινά μπάζα, πέτρες και χώματα κι επιπλέον ροκανίδια' δεν είμαι εγώ γιά τέτοια... αδυνατώ εντελώς να καθαρίσω ένα σπίτι , αν και μόνο μες την καθαριότητα μπορώ να ζήσω...
τέλειωσα στις 6 κι ύστερα πείνασα, πρώτη φορά μετά την Κυριακή.
τηγάνισα πατάτες, που μου φερε απ' το χωριό η Λόλα, δικές τους πατάτες, φρέσκες και τρυφερές.
Ξάπλωσα -γιά μεσημέρι - στις 7, ως τις οκτώμιση.
Ξύπνησα, μπανιαρίστηκα, παρφουμαρίστηκα, βγήκα στην πεζούλα.
Κάθισα καβάλα στην πεζούλα ως τις 11, κοίταζα τα νερά τα μαύρα που γυάλιζαν, τα φώτα τα μεσιανά ψηλά στα κατάρτια , που κουνιόνταν αργά, κοίταζα την περατζάδα του κόσμου, πάνω κάτω οι άνθρωποι, συζητάνε, αγκαλιάζονται, περνάν, περνάν...
η ερημία των τόπων
των ανθρώπων η ερημία

Γύρισα σπίτι, άνοιξα μιά μπουκάλα cidre κι είδα τις συζητήσεις στη βουλή, ώσπου τέλειωσαν.








Κηρύκου και Ιουλίτης μητρός αυτού μαρτύρων

9 το πρωί


"αν σ' αγαπούν, λέει το τραγούδι,
να μάθουν να στο λένε !"

"κι αν δεν σ' αγαπούν, λέω εγώ,
πάλι να μάθουν να στο λένε !"... είναι το ίδιο χρήσιμο.


θυμέ της ανόσιας συγκατάβασης, φύλαξόν με, υπό την σκέπην σου...
θυμέ, ώθησέ με να βγω το πρωί στη θάλασσα, να με φωτίσει ο ήλιος !
θυμέ, βόηθησέ με να βγω ημέρα έξω,
να δω τους ανθρώπους μου,
να κατέβω ζωηρά την Γκίλφορντ,
να βρω τον Σπύρο και τη Σταυρούλα,
να πάω στον φίλο μου τον antiquaire να ζαχαρώσω τις πορσελάνες και τα παλιά ασήμια,
να καθίσω με το βιβλίο μου να πιώ καφέ στου Νίκου,
να περπατήσω  στο φως και στον αέρα γελαστά, γελαστά...











cabriolet έγινε το σπίτι.
δεν μπορώ απόψε να μαζέψω τα μπάζα... κι αύριο μέρα είναι... θα επιζήσω ως αύριο κι ανάμεσα σε μπάζα...
έφυγε ο τελευταίος μάστορας απόψε στις εννιάμιση, γιά να ξεκινήσουμε αύριο πάλι στις 8 το πρωί.

δεν άντεχα να μείνω το βράδυ μέσα στο σπίτι...
όπως ήμουνα, με το παλιοπαντέλονο της φόρμας, με το παλιορόζ παλιομπλουζάκι, ζαλώθηκα τα  παλιοακουστικά μου και περπάτησα άκρια άκρια στη θάλασσα. έπειτα μπήκα στην πλατεία,  τρύπωσα μες τη χαρά και τις κουβέντες των ανθρώπων που πηγαινοέρχονταν.
δεν θέλω να γίνω "ξυνή"... προσπαθώ να φαίνομαι όπως όλοι οι γύρω.
χώρια που προχτές με έπιασε μιά κράμπα στο μπούτι - η δεύτερη φορά στη ζωή μου -, ήμουνα στη μέση του δρόμου και δεν μπορούσα να κάνω μήτε ένα βήμα... αν περάσει, σκεφτόμουνα, τώρα κανένα αυτοκίνητο, θα το σταματήσω και θα πω : "βοηθείστε με, πονάει το πόδι μου"...
χτες άνοιξε η μύτη μου, σήμερα είχα ευκοίλια...
καλά να πάθω. έτσι μου χρειάζεται.

κάθησα τέλος στο "petite fleur", ζήτησα το ποτό που φτιάχνανε, δεν το φτιάχνουν πιά, ζήτησα ένα άλλο ποτό, που πίνω στο Χαλάντρι, ούτε αυτό υπάρχει... "τι υπάρχει;" ρωτάω, "μαργαρίτα" μου λέει, "ωραία, φέρε μου μιά μαργαρίτα". η margarita ήρθε χωρίς ίχνος αλάτι, και με μιά παράξενη γεύση... "σας παρακαλώ, λέω, τι έχετε βάλει μέσα στο ποτό ;" "ρακί" ! μου λέει, "μα, αν ήθελα, λέω, ρακί, θα ζητούσα μία ρακή!" "εντάξει, μου λέει, να σας φέρω ένα ροζ δροσερό κρασί ;" "φέρε"...
έτσι, με τα ποτά που δεν υπήρχαν, με την μαργαρίτα, που δεν ήταν margarita και με το ροζ κρασί, πήγε η ώρα 11 και 25'.
φεύγοντας απ' το μαγαζί, το κορίτσι θα είπε μέσα του : "τι ξυνή !"

δεν άντεχα να γυρίσω σπίτι πάλι πίσω όλον τον δρόμο... μακριά μου φάνηκε. έκοψα δρόμο μέσα από στενάκια έρμα, σκοτεινά κι απόμερα. φοβόμουνα, αλλά σκεφτόμουνα "αν μου τύχει κάτι, θα βάλω εκείνες τις αγριοφωνάρες μου..."



"Αχ πως μου `γινε
τα αλφάβητο του είναι μου
τραυλό"




Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Βερονίκης αιμορροούσης.
Πέρυσι τα ίδια. Και πρόπερσι. Και παρά πρόπερσι. Και πάρα παραπρόπερσι.
Πόσον καιρό, αλήθεια, αιμορροούσε η Βερονίκη ; Δέκα χρόνια ;  Έντεκα ; Δώδεκα ; ...


Παρασκευή, δωδεκάμιση το βράδυ, παρούσα στο μηχάνημα διά τον οβολόν... Γύρισα σπίτι, έφτιαξα το μπογαλάκι μου, τρισήμιση το ξημέρωμα κατευθείαν στο αεροδρόμιο. Σάββατο χάραμα αντίκρυσα τον ωραίο κόλπο, γεμάτος μικρά κοιμώμενα σκάφη, ομίχλη παντού, παντού.

Στο σπίτι σκαλωσιές ολούθε. Μου έχουν κλείσει το βεραντάκι, δύσκολο να σταθώ.
Ο κηπάκος έχει γίνει ζούγκλα, έχουν θεριέψει οι τριανταφυλλιές, οι πικροδάφνες, οι αγγελικές, όλα ψηλά και τόσο φουντωτά, να μη μπορείς ν' ανασάνεις, δύσκολο να σταθώ.
Ερωτήματα κι ερωτηματικά ένδον. Συγκατάβαση ! πώς να την αντέξεις την συγκατάβαση ; δύσκολο να σταθώ. Το ξέρω, δεν είμαι δα και ο πιό εύκολος άνθρωπος...

Έχω κλείσει 24 ώρες άϋπνη. Καθαριότητα σπιτιού εξονυχιαστική. Ήρθε η Λ. και με βοήθησε.
Κάθε φορά που την βλέπω, της λέω : "να σαι περήφανη γιά το όνομά σου' ο ποιητής, ο Λόρκα, έχει γράψει ποιήματα γιά σένα !"
Γελάει μ' ένα γέλιο κακαριστό "εγώ είμ' Αλβανέζα, λέει με τη χοντρή προφορά της, τονίζοντας το ζ ' δεν ξέρω απ' αυτά, κορίτσι μου"
Μετά, της τραγουδάω τους δυό πρώτους στίχους "Δείτε τη Λόλα που τραγουδάει, την τριγυρίζουν μικροί τορέρος..." . Ξεκαρδίζεται ευχαριστημένη...

32 ώρες άϋπνη. Η τηλεόραση δεν παίζει, μαθαίνω τα νέα από το laptop. Κοιμήθηκα ξερή, ως το βράδυ κι ύστερα πάλι όλο το βράδυ.

Κυριακή πρωί.
Le ciel est pardessus le toit si bleu, si calme ...
Ανοίγω το παράθυρο, βγάζω κεφάλι να δω τη θάλασσα. Χαμογελομπιρμπιλογαλάζια. Παίζει ο ήλιος.
Χτυπάν τα τηλέφωνα, οι φίλοι μυρίστηκαν πως είμ' εδώ. Μιλάμε, πάμε γιά μπάνιο ; πάμ' εδώ, πάμ' εκεί, δεν κάνω όμως κέφι να βγω απ' το σπίτι. Καλύτερα μέσα...

Κάτι θέλω να φάω γιά μεσημέρι, μα δεν έχω τίποτα, γιατί χτες σαν ήρθα δεν βγήκα να ψωνίσω...
Βρίσκω στην κατάψυξη - απ' το Πάσχα μάλλον...- κάτι ροδέλλες καλαμαράκια, λίγον αρακά και καλαμπόκι. Σκέφτομαι αν μπορώ κάτι να ταιριάξω μ' αυτά... Ο συνδυασμός που σκοτώνει , καλαμάρια, καλαμπόκι κι αρακάς. Στην αρχή το αποκλείω. Έπειτα με ζώνει η πείνα, γιατί όχι ; Απαγορεύεται να φτιάξεις αρακά με καλαμάρια !;
Το έφτιαξα κι έστρωσα το τραπέζι να φάω στην βεραντούλα, μέσα στη ζούγκλα, κάτω απ' τις σκαλωσιές...
Τα καλαμάρια με τον αρακά, θα μπορούσε ίσως να είχε γίνει ένα πιάτο γκουρμέ -τρέμε Μποτρίνι-, και θα το απελάμβανα, αν είχα να βάλω μέσα έστω νιάν ολιά λαδάκι, αν δεν είχα ξεχάσει να ρίξω αλάτι, αν δεν μου είχε λιώσει εντελώς ο αρακάς - χυλός έγινε ! - κι αν την ώρα που έτρωγα δεν μου έκαναν επίθεση σμήνη από κουνούπια - παραφύλαγαν μες τις πικροδάφνες τα άθλια ; - που μου ρούφηξαν στην κυριολεξία, τα πόδια.
Τέλος πάντων, δεν γίνεται να τα έχουμε όλα όπως τα θέλουμε...


Βγήκα επιτέλους απ' το σπίτι, Κυριακή απόγευμα.
Κάθισα στην πεζούλα να κοιτάζω τη θάλασσα. Ξάφνου, κοντά μου πέταξε ένα τεράστιο πουλί, ψιλόλιγνο σαν πελαργός ήταν, μα κατάμαυρο. Κάθισε σ' ένα βραχάκι απάνω στο κύμα, ισορρόπησε λίγο κι ύστερα χώθηκε μέσα σε μιά τρύπα, πά στα μουράγια κι εξαφανίστηκε.
Ήρθαν τα κορίτσια, με πήραν, πήγαμε σε μιά λιτανεία, στη σειρά φυσικά όλα, εξαπτέρυγα, κόρα, λάβαρα, φλάμπουρα, χρωματιστά φανάρια, μπάντες να παιανίζουν στους δρόμους, τα κόρνα, αχ, πόσο μ' αρέσουν τα κόρνα !
Περπατήσαμε ώρες στους δρόμους της πόλης, σύρε κι έλα, κουβέντες, κουβέντες...
Ύστερα πήραμε άκρη - άκρη τη θάλασσα και γύρισα σπίτι.



















 



Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

"δεν έχω ξαναδεί, είπε η ορειβάτισα, μάτια να δείχνουν τόση καλωσύνη !"
"εμένα ρώτα... είπε ο μικρός στρατιώτης ' εμένα ρώτα γιά του ελαφιού τα μάτια..."










αν εκείνο που έχει κανείς να πει
είναι ένα "τέλος πάντων τώρα..."
σκέφτομαι
τότε βράστα κι άστα...




Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

 πάνε μονάχα εννιά μέρες, που κουβεντιάζαμε.
"κρυώνω, έλεγες, ρίξτε μου πάνω μου μιά κουβερτούλα"
κι ύστερα, "είπε ο γιατρός, θα μ' αρχίσει ξανά θεραπεία ' άντε να βγω, να γυρίσω σπίτι μου"...


χτες, Τετάρτη βράδυ αργά, έβαλα και καλοέβρασα το σιτάρι.
το ακούμπησα έπειτα στο μεγάλο τραπέζι, ανάμεσα σε δυό καθαρές, μπαμπακερές πετσέτες, να στεγνώσει καλά ως το πρωί.
η Σ. καθάρισε δυό μεγάλα ρόδια. τα βαλα κι αυτά στο ψυγείο, ανάμεσα σε μαλακά χαρτιά, να στεγνώσουν καλά. ψιλοέκοψα φρέσκο, καταπράσινο μαϊντανό - εις τόπον χλοερόν, όπου, ουκ έστι πόνος -. ψιλοέκοψα καρύδια και φουντούκια. η γιαγιά καθάρισε τα κοτσανάκια απ' τις σταφίδες. καβούρδισα σουσάμι και αλεύρι. έβαλα στην άκρη λίγο κύμινο, λίγο κόλιαντρο, λιγάκι γλυκάνισο, λίγα κανελογαρύφαλλα. έψησα ελαφρά τα μύγδαλα.

σηκώθηκα το πρωί, έστρωσα ωραία όλα τα υλικά, τα πασπάλισα με άχνη ζάχαρη, στόλισα γύρω - γύρω με τα ολόκληρα, λευκά μύγδαλα.

ύστερα ήρθα, με τα παιδιά, ήθελαν να ρθουν και οι δίδυμοι. ο μικρούλης σου, σου βάσταγε κι ένα μπουκέτο αμάραντους.
η Σ. τους έσιαξε μιάν ωραία πίτα.


το μεσημέρι αργά, συνάντησα τις φίλες μου.
το ήξερες πως Πέμπτη μεσημέρι, είναι μέρα συνάντησης. τον τελευταίο καιρό, με έπαιρνες τηλέφωνο τις Πέμπτες.
"μπορείς, έλεγες, να πάμε σήμερα στον γιατρό ;" ή, "μπορείς να πάμε σήμερα γιά εξετάσεις ; πειράζει αν δε δεις σήμερα τις φίλες σου ;" 
είχα σκεφτεί μήπως τις Πέμπτες με δοκίμαζες. κι αν με δοκίμαζες, καλά έκανες !
"φυσικά δεν πειράζει !" απαντούσα.
σήμερα, το μεσημέρι αργά, μετά από καιρό, συνάντησα τις φίλες μου.
τους χάρισα τους μικρούς Σούφηδες από την Πόλιν, με τις φαρδιές, άσπρες φουστάνες τους να χορεύουν γύρω - γύρω.
- έχω κάτι τις ανεπίδοτο ακόμα μέσα στην ντουλάπα μου' είναι κάτι τις που μου χαρίζει ένα ειδικό θάρρος' έτσι το βαστάω ακόμα στη ντουλάπα, χωμένο ανάμεσα στα ρούχα μου-.


από τις επτάμιση έκανα μάθημα στους μικρούς.
ένας - ένας, με τη σειρά του...
ξεθαρρέψανε αρκετά... "τα θυμηθήκαμε !" κομπάζουν, κι η αλήθεια είναι πως μετρίασαν τα λάθη τους... είδα κι έπαθα όμως να συγκεντρώνουν τα μυαλά τους, μαλακές τιμωρίες, κανόνες απαρέγκλιτοι, ύστερα πάλι χάδια και παινέματα.
βρήκαμε ευκαιρία σήμερα και μιλήσαμε λίγο γιά την Μικρασία, την Σμύρνη και την καταστροφή .
τους κατέβασα φωτογραφίες και χάρτες.
ακούγανε και κοιτάζανε σα χάνοι, με το στόμα ανοιχτό...



"... βαθύ κι αγριεμένο ..."
εμένα ρώτα.






Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Άκουσα σήμερα το πρωί τον Μανώλη Γλέζο, να μιλά στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Όλη μέρα σκεφτόμουνα ό, τι είπε.

Ε, αυτός ο άνδρας είναι  Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΤΩΝ ΜΕΓΆΛΩΝ.








Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

η απόλυτη γουρουνιά.
κάθομαι στην βεράντα, τρώω γαριδάκια (!) και πίνω βότκα πορτοκάλι.
βγήκα απ' το σπίτι βράδυ στις εντεκάμιση, πήγα μέχρι το μηχάνημα (ΑΤΜ) , πήρα το πενηντάρικο της Δευτέρας, ύστερα ξαναμπήκα στην ουρά, περίμενα ως τα μεσάνυχτα, πήρα και το πενηντάρικο της Τρίτης.
ανάμεσα 12 παρά 10' έως 12 και 1' η ουρά παραμένει εντελώς ακίνητη.
μόλις εμφανιστεί κάποιος καινούργιος, τον ρωτάνε όλοι εν χορώ " γιά απόψε είσαι ή γιά αύριο ;" αν τους απαντήσει "γιά απόψε", ξαναλένε όλοι εν χορώ "γρήγορα, πέρνα μπροστά!" αν τους απαντήσει "γιά αύριο", στέκεται πίσω στην ουρά.
πολύ τα γουστάρω αυτά... :)
αναρωτιέμαι, τι θα γένουμε, όταν μας τελειώσει  η βαρβαρική συνήθεια , να πηγαίνουμε αργά το βράδυ περίπατο στις τράπεζες...
τώρα πιά, όταν πας, λες στους ανθρώπους "καλησπέρα σας, τι κάνετε ;"
απόψε άκουσα κι ένα ανέκδοτο που μ' άρεσε...
είναι λέει μιά φωτογραφία, που δείχνει τρεις τεράστιες ουρές.
η πρώτη ουρά είναι έξω απ' τα μπουζούκια.
αυτή είναι η ουρά του ΠΑΣΟΚ
η δεύτερη ουρά είναι έξω απ' το ταμείο ανεργίας.
αυτή είναι η ουρά της Νέας Δημοκρατίας
η τρίτη ουρά είναι έξω απ' τα ΑΤΜ.
αυτή είναι η ουρά του ΣΥΡΙΖΑ
χε, χε, είναι λυτρωτικό, πού και πού να γελάς με τα πάθη σου.
μετά απ' όλ' αυτά, πέρασα κι απ' το περ'ιπτερο, πήρα το breezer και τα γαριδάκια κι επέστρεψα.















Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

λιώμα είμαι.
νιώθω να παραδίδομαι.  να εγκαταλείπω.
μπα, δεν είναι η σωματική κούραση.
όχι κυρίως αυτή.


μόλις τελείωσε στο κανάλι της βουλής, μιά τρομερή συνέντευξη του Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου.
καταπληκτικά πράγματα ! φωτισμένα μυαλά...
θα προσπαθήσω μήπως την βρω στο YouTube, να σημειώσω κάποια πράγματα, που θέλω...


ας πάω τώρα γιά ύπνο.
ξημερώνει άλλη μέρα.



* p.s.

Συνάντηση: Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος (07/06/2014)







υπάρχει στα πέριξ κάτι αξιοσημείωτο.
κάτι δηλαδή, που εμένα με ξαφνιάζει (γιά τα Ελληνικά δεδομένα) και μου φαίνεται αξιοσημείωτο... κάπως το αξιολογώ δηλαδή και με προκαλεί να μην το αφίσω ασχολίαστο...

πρόκειται γιά τον τρόπο, που οι άνθρωποι στέκονται στην ουρά, γιά να πάρουν το ημερήσιο πενηντάρικο, από τις δικές τους αποδοχές...

είναι απορίας άξιο και
άξιο, θα έλεγα, κοινωνιολογικής μελέτης !

στάθηκα - όπως πολύς κόσμος - επί 7 ημέρες (μέχρι τώρα) έξω από τράπεζες, σε μεγάλες ουρές πολιτών.
κάθε φορά σχεδόν και αλλού, σε άλλη γειτονιά, σε άλλο μηχάνημα.

παντού
οι άνθρωποι στέκουν σιωπηλοί
οι άνθρωποι συζητάν ήρεμα πολιτικά
οι άνθρωποι λένε αστεία ! - κάνουν χιούμορ, σαρκάζουν τα πράγματα ή αυτοσαρκάζονται
οι άνθρωποι δεν αδημονούν, δείχνουν υπομονή
οι άνθρωποι δεν τσακώνονται
οι άνθρωποι εξυπηρετούν και δείχνουν κατανόηση ο ένας προς τον άλλο
οι άνθρωποι δείχνουν μιάν ευγένεια

γενικά, δεν είμαστε διόλου συνηθισμένοι σε τέτοιους τρόπους !...

να σιωπήσω, μην το ματιάσω...







σηκώθηκα το πρωί.
μαγείρεψα φρέσκα φασολάκια με μοσχάρι.
μαγείρεψα μιά κατσαρόλα φαγητό γιά τον Φελούπε και το έβαλα στο ψυγείο γιά να τον ταϊσω 5-6 μέρες.
έφτιαξα γιά το παιδί, που ήρθε, 1 ταψί πάστα φλώρα.
έφτιαξα γιά τα άλλα παιδιά, άλλο 1 ταψί πάστα φλώρα.
η Άσπα τους έφτιαξε ένα ταψί ταλιατέλες με κρέμα.
τους έφτιαξα κι ένα ταψί τυρόπιττα.
τύλιξα τυροπιτάκια και τα έβαλα στην κατάψυξη, να τα χω έτοιμα γιά τηγάνι.
έπειτα κατέβασα τα ταψιά στην Αθήνα.

νιώθω εξαντλημένη.
κουρασμένη κι εξαντλημένη.
δεν παραπονιέμαι, με την ψυχή μου φυσικά, ό, τι κάνω...

σ' όλον τον δρόμο, γυρίζοντας βράδυ αργά, με φώτιζε το φεγγάρι,
το φεγγάρι πάνω απ' την Αγία Καισαριανή,
το φεγγάρι πάνω απ' τον Υμηττό,
παίζει κρυφτό ανάμεσα στα πεύκα και στα σκίνα,
καρδιά μου, το φεγγαράκι σου.








Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

διαβάζω κάτι τις που σημείωνα εδωδά, πάνε λίγες μέρες τώρα...


"... στο μεταξύ, προσπαθώ να πηγαίνω σχεδόν κάθε μέρα στην Δ., στο νοσοκομείο, είναι κοντά ένας μήνας τώρα, πρώτα στο άλλο  νοσοκομείο, τώρα σ' αυτό, δεν το καταφέρνω και κάθε μέρα, μα ό, τι  μπορώ κάνω, πηγαίνω... 
φυσικά, ενόσω πηγαίνω, μα και μόλις βγαίνω από κει, "στα πατώματα"..."

αυτός ο μήνας ο ελεεινός...
κι ακόμα πριν, οι περασμένοι μήνες, οι προηγούμενες μέρες, βδομάδες, μαζί οι δυό μας στους γιατρούς, στα εξεταστήρια, στους διαδρόμους, μιά εδώ, μιά εκεί, χτυπούσε το τηλέφωνο κι "έλα, έλεγες πανικόβλητη, θέλω να πάμε στο νοσοκομείο τώρα ! δεν νιώθω καλά, τώρα ! κάλεσε το νοσοκομειακό τώρα ! πάρε τηλέφωνο τους γιατρούς και ρώτα τους τώρα ! έλα τώρα ! θέλω να με πας τώρα ! θέλω να μπω τώρα ! θέλω να βγω τώρα !"


τώρα, πού είσαι άραγες ;
πού στο καλό βρίσκεσαι τώρα ;
πώς γίνεται και ξαφνικά εξαφανίστηκες από προσώπου γης ! ;
δεν μπορώ να επικοινωνήσω τώρα...
πού στο καλό βρίσκεσαι τώρα ;
δεν μπορώ να επικοινωνήσω τώρα...
είναι τρελό ! 
τρελό !



ντύθηκα τα μαύρα μου σήμερα, φόρεσα και τα σκούρα γυαλιά, να μη φαίνονται τα μάτια μου.
όλον αυτόν τον καιρό, έχω μιάν ευχαρίστηση μέσα μου.
έχω μιάν ευχαρίστηση, γιατί  στα δύσκολα ακούμπησες σε μένα.
έχω μιάν ευχαρίστηση γιατί με εμπιστεύθηκες.
έχω μιάν ευχαρίστηση γιατί με θεωρούσες δυνατή, δίχως να βάνεις με το νου σου τη λιγοψυχιά που κρύβω μέσα μου.
έχω μιάν ευχαρίστηση γιατί τολμούσες και μου λεγες "κουράστηκα... θέλω να φύγω..." κι έπειτα μπορούσες κι έλεγες " θα γειάνω... θέλω να μείνω..."

έχω μιαν ευχαρίστηση, γιατί έκλεισες τα μάτια σου απαλά, δίχως να νιώσεις το θεριό, που έρχοταν.

έχω μιαν ευχαρίστηση, γιατί σα σε ξεσκέπασαν ήμουνα πλάϊ σου, και σ' είδα όμορφη, ήσυχη πιά, αξιοπρεπή .

 




 

  

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

μιά πεταλούδα .
τόσο ανάλαφρα !
αναρωτιέσαι αν μιά πεταλούδα που φτερουγίζει εδώ, πάνω σ' ένα προσκεφάλι,
αν αυτή η πεταλούδα μπορεί να προκαλέσει κάπου μακριά απ' εδώ, το χάος ...

κι αναρωτιέσαι αν μιά ψυχή που φτερουγίζει ελεύθερη  πιά στο στερέωμα
αν αυτή η ψυχή μπορεί να προκαλέσει εδώ πάνω στη γη, την θλίψη.


έτσι απαλά, ακούμπησες το κεφάλι στο προσκεφάλι σου κι έτσι απίστευτα απαλά
σαν ένα φιούτ, μιά πνοή, ένα σφύριγμα σπουργιτιού, ένα θρόϊσμα πεταλούδας,
τόσο απαλά, ανοιγόκλεισες τα βλέφαρα κι έφυγες.

φοβερό
το μυστήριο...