Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Βερονίκης αιμορροούσης.
Πέρυσι τα ίδια. Και πρόπερσι. Και παρά πρόπερσι. Και πάρα παραπρόπερσι.
Πόσον καιρό, αλήθεια, αιμορροούσε η Βερονίκη ; Δέκα χρόνια ;  Έντεκα ; Δώδεκα ; ...


Παρασκευή, δωδεκάμιση το βράδυ, παρούσα στο μηχάνημα διά τον οβολόν... Γύρισα σπίτι, έφτιαξα το μπογαλάκι μου, τρισήμιση το ξημέρωμα κατευθείαν στο αεροδρόμιο. Σάββατο χάραμα αντίκρυσα τον ωραίο κόλπο, γεμάτος μικρά κοιμώμενα σκάφη, ομίχλη παντού, παντού.

Στο σπίτι σκαλωσιές ολούθε. Μου έχουν κλείσει το βεραντάκι, δύσκολο να σταθώ.
Ο κηπάκος έχει γίνει ζούγκλα, έχουν θεριέψει οι τριανταφυλλιές, οι πικροδάφνες, οι αγγελικές, όλα ψηλά και τόσο φουντωτά, να μη μπορείς ν' ανασάνεις, δύσκολο να σταθώ.
Ερωτήματα κι ερωτηματικά ένδον. Συγκατάβαση ! πώς να την αντέξεις την συγκατάβαση ; δύσκολο να σταθώ. Το ξέρω, δεν είμαι δα και ο πιό εύκολος άνθρωπος...

Έχω κλείσει 24 ώρες άϋπνη. Καθαριότητα σπιτιού εξονυχιαστική. Ήρθε η Λ. και με βοήθησε.
Κάθε φορά που την βλέπω, της λέω : "να σαι περήφανη γιά το όνομά σου' ο ποιητής, ο Λόρκα, έχει γράψει ποιήματα γιά σένα !"
Γελάει μ' ένα γέλιο κακαριστό "εγώ είμ' Αλβανέζα, λέει με τη χοντρή προφορά της, τονίζοντας το ζ ' δεν ξέρω απ' αυτά, κορίτσι μου"
Μετά, της τραγουδάω τους δυό πρώτους στίχους "Δείτε τη Λόλα που τραγουδάει, την τριγυρίζουν μικροί τορέρος..." . Ξεκαρδίζεται ευχαριστημένη...

32 ώρες άϋπνη. Η τηλεόραση δεν παίζει, μαθαίνω τα νέα από το laptop. Κοιμήθηκα ξερή, ως το βράδυ κι ύστερα πάλι όλο το βράδυ.

Κυριακή πρωί.
Le ciel est pardessus le toit si bleu, si calme ...
Ανοίγω το παράθυρο, βγάζω κεφάλι να δω τη θάλασσα. Χαμογελομπιρμπιλογαλάζια. Παίζει ο ήλιος.
Χτυπάν τα τηλέφωνα, οι φίλοι μυρίστηκαν πως είμ' εδώ. Μιλάμε, πάμε γιά μπάνιο ; πάμ' εδώ, πάμ' εκεί, δεν κάνω όμως κέφι να βγω απ' το σπίτι. Καλύτερα μέσα...

Κάτι θέλω να φάω γιά μεσημέρι, μα δεν έχω τίποτα, γιατί χτες σαν ήρθα δεν βγήκα να ψωνίσω...
Βρίσκω στην κατάψυξη - απ' το Πάσχα μάλλον...- κάτι ροδέλλες καλαμαράκια, λίγον αρακά και καλαμπόκι. Σκέφτομαι αν μπορώ κάτι να ταιριάξω μ' αυτά... Ο συνδυασμός που σκοτώνει , καλαμάρια, καλαμπόκι κι αρακάς. Στην αρχή το αποκλείω. Έπειτα με ζώνει η πείνα, γιατί όχι ; Απαγορεύεται να φτιάξεις αρακά με καλαμάρια !;
Το έφτιαξα κι έστρωσα το τραπέζι να φάω στην βεραντούλα, μέσα στη ζούγκλα, κάτω απ' τις σκαλωσιές...
Τα καλαμάρια με τον αρακά, θα μπορούσε ίσως να είχε γίνει ένα πιάτο γκουρμέ -τρέμε Μποτρίνι-, και θα το απελάμβανα, αν είχα να βάλω μέσα έστω νιάν ολιά λαδάκι, αν δεν είχα ξεχάσει να ρίξω αλάτι, αν δεν μου είχε λιώσει εντελώς ο αρακάς - χυλός έγινε ! - κι αν την ώρα που έτρωγα δεν μου έκαναν επίθεση σμήνη από κουνούπια - παραφύλαγαν μες τις πικροδάφνες τα άθλια ; - που μου ρούφηξαν στην κυριολεξία, τα πόδια.
Τέλος πάντων, δεν γίνεται να τα έχουμε όλα όπως τα θέλουμε...


Βγήκα επιτέλους απ' το σπίτι, Κυριακή απόγευμα.
Κάθισα στην πεζούλα να κοιτάζω τη θάλασσα. Ξάφνου, κοντά μου πέταξε ένα τεράστιο πουλί, ψιλόλιγνο σαν πελαργός ήταν, μα κατάμαυρο. Κάθισε σ' ένα βραχάκι απάνω στο κύμα, ισορρόπησε λίγο κι ύστερα χώθηκε μέσα σε μιά τρύπα, πά στα μουράγια κι εξαφανίστηκε.
Ήρθαν τα κορίτσια, με πήραν, πήγαμε σε μιά λιτανεία, στη σειρά φυσικά όλα, εξαπτέρυγα, κόρα, λάβαρα, φλάμπουρα, χρωματιστά φανάρια, μπάντες να παιανίζουν στους δρόμους, τα κόρνα, αχ, πόσο μ' αρέσουν τα κόρνα !
Περπατήσαμε ώρες στους δρόμους της πόλης, σύρε κι έλα, κουβέντες, κουβέντες...
Ύστερα πήραμε άκρη - άκρη τη θάλασσα και γύρισα σπίτι.



















 



Δεν υπάρχουν σχόλια: