Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

.

Φορές, ανοίγω τα κιτάπια μου και κοιτάζω τις φωτογραφίες.

Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν μπορώ να το κάνω συχνά. Δεν το αντέχω δηλαδή, κι ας είναι αυτό στην ουσία, η μοναδική, η μαυρόασπρη συντροφιά της ψυχής μου.

Χρειάζεται αρκετό κουράγιο γι αυτό, και καθόλου λιγοψυχιά, κι αυτού του είδους το κουράγιο δεν είμαι και πολύ σίγουρη ότι το διαθέτω…

Όλω τω λογιώ τα κουράγια στη ζωή δεν είναι ίδια ! τόμαθα αργά αυτό. Για την ακρίβεια, ετούτα τα τελευταία χρόνια το υποψιάστηκα, αν θες να ξέρεις...

Γιά να μη με περάσεις γιά καμιά δειλή και μαμόθρεφτη, να σου περιγράψω για παράδειγμα, ενός λογιώ κουράγιο, όπου εκεί δεν μπορεί να μου παραβγεί κανείς...

Τέτοιες χειμωνιάτικες μέρες ήταν, πριν τρία ή τέσσερα χρόνια, μήνας ΦλεβαροΜάρτης...

Χιόνισε λοιπόν, ξεκωλώθηκε δυό μερόνυχτα ολόκληρα να ρίχνει, όμορφο ήταν σαν έπεφτε, υπέροχο το χιόνι μου, αλλά όταν σταμάτησε να πέφτει, οι βεράντες ήσαν γεμάτες σωρό, οι δρόμοι ήσαν αδιάβατοι, πάγος, δεν μπορούσε να περάσει λεωφορείο, τα γιώτα - χι ντεραπάρανε, στα πεζοδρόμια όταν άρχισαν να βαδίζουν οι άνθρωποι έτρωγαν τούμπες και γλύστρες επικίνδυνες .

Τα παιδιά στη γειτονιά, φόρεσαν τα κασκόλ, τα σκουφιά και τα γάντια τους, έφτιαξαν αυτοσχέδια έλκυθρα, στέκονταν στην κορφή του δρόμου κι έπειτα τα αμολούσαν. Παιχνίδι τρελό ! Χιονάνθρωποι και γέλια , λευκότητα της χαράς !

Για μένα όμως, εκείνη την εποχή, το χιόνι δεν ήταν παιχνίδι…

Ξύπνησα λοιπόν το χάραμα, φόρεσα στα πόδια δυό ζευγάρια χοντρές μάλλινες κάλτσες, άρβυλα, μπλουζάκι πάνω στο μπλουζάκι στρώσεις σαν κρεμμύδι, μπουφάν, σκούφο και γάντια και κατέβηκα πολύ πρωί στο πόστο με τους εργάτες.

Οι εργάτες, δεν είχαν ακόμα έρθει όλοι. Χρειάστηκε να τους περιμένω τουλάχιστο κανα μισάωρο. Όταν μαζεύτηκαν, άρχισαν να φτιάχνουν ζεστό καφέ να πιούν. Μονάχα απ’ έξω – απ’ έξω άκουγα χαλαρές κουβέντες για δουλειά...

«Παληκάρια, τους λέω με φωνή σταθερή, θα βγούμε στο δρόμο ! Θα σπάσουμε τον πάγο απ’ τα πεζοδρόμια, πάνω στον κεντρικό δρόμο. Μπροστά θα πηγαίνουν οι κασμάδες και τα φτυάρια και πίσω θα ρχεται το Datsun να ρίχνει αλάτι».

Ήρθαν όλοι κοντά και με ζύγιασαν καχύποπτα με τα μάτια. Δεν το ξεχνάω. Δεν τα ξεχνάω τα βλέμματα, που έχουνε κάτι να πούνε...

«Και γιατί να σπάσουμε εμείς τον πάγο και δεν τον σπάει ο κάθε πολίτης μπροστά στο κατώφλι του ; ! Κοίτα να δεις, αρχίσανε σιγά – σιγά να λένε, εμείς είμαστε μεγάλοι άνθρωποι, μερικοί πονάει η μέση μας, πονάν τα μπράτσα μας, δεν τάχουν ανανεώσει εδωδά τα πληρώματα...»

«Καλά, λέω τότε εγώ, θα βγούμε όσοι μπορούμε ! Δώστε μου έναν κασμά !»

Άλλα κοιτάγματα τότε, βλέμματα και χαχανιστά γελάκια…

Δεν στάθηκα διόλου να κουβεντιάσω, πήρα ήσυχα έναν κασμά κι έφυγα μόνη μου μπροστά, έπιασα το δεξί πεζοδρόμιο, την άνοδο, κι άρχισα σιγά – σιγά να σπάζω τον πάγο.

Βγήκαν έξω αλαφιασμένοι, τρελαμένοι, χωρίς να προλάβουν να φορέσουν τα μπουφάν, «τι είν’ αυτά που κάνεις ; τι είν’ αυτά που κάνεις ;» φρικάρανε…

Έπειτα ξαναμπήκαν, φόρεσαν τα μπουφάν, πήραν αμέσως τα φτυάρια, τις αξίνες και το Datsun κι ακολούθησαν.

Για ένα χιλιόμετρο, ως το απόγευμα, σ’ όλην την άνοδο, έσπαζα μπροστά μαζί τους πάγο ή με το φτυάρι φτυάριζα στις άκριες.

Δεν ένιωθα τα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών μου απ’ τους πόνους και γύρισα σπίτι αργά, με πόδια και χέρια μελανά για μέρες...

Όμως η δουλειά που έπρεπε να γίνει, έγινε...

Αυτό είναι μόνο ένα τυχαίο δείγμα από πολλά, και γι αυτό είπα λίγο πριν, «σε κάποιο λογιώ κουράγιο, δεν μπορεί να μου παραβγεί κανείς»

.


Όμως,

όλω τω λογιώ τα κουράγια στη ζωή δεν είναι ίδια !

κι ετούτες εδώ τις φωτογραφίες, δεν έχω κουράγιο να τις κοιτάζω !

Αναδιπλώνονται τα μέσα μου, λυγίζουν τα σωθικά μου σου λέω, είναι απ’ τα πράματα που δεν αντέχω... λυγάει η ψυχή μου... μου λείπει το κουράγιο...

Μου λείπει αυτό, το συγκεκριμένο κουράγιο !

Σπάζω. Τσακίζω όπως τσακίζει στο πάτωμα ένα φλυτζάνι πορσελάνης.

Μόνο καμιά φορά, όταν είμαι πολύ ήσυχη, πολύ γερή εντός μου, ψύχραιμη, ευχαριστημένη, τότε καμιά φορά, ανοίγω τα κιτάπια μου και τις ψάχνω με λαχτάρα.


.

.

.

.

.

.

.


Δεν υπάρχουν σχόλια: