Γιώργος Σεφέρης
«Πανιὰ στὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα
ὁ νοῦς δὲν κράτησε ἄλλο ἀπὸ τὴ μέρα.
Ἄρωμα πεύκου καὶ σιγὴ
εὔκολα θ᾿ ἁπαλύνουν τὴν πληγὴ
ποὺ ἔκαμαν φεύγοντας ὁ ναύτης
ἡ σουσουράδα ὁ κοκωβιὸς κι ὁ μυγοχάφτης.
Γυναίκα ποὺ ἔμεινες χωρὶς ἁφή,
ἄκουσε τῶν ἀνέμων τὴν ταφή.
«Ἄδειασε τὸ χρυσὸ βαρέλι
ὁ γήλιος ἔγινε κουρέλι
σὲ μιᾶς μεσόκοπης λαιμὸ
ποὺ βήχει καὶ δὲν ἔχει τελειωμό-
τὸ καλοκαίρι ποὺ ταξίδεψε τὴ θλίβει
μὲ τὰ μαλάματα στοὺς ὤμους καὶ στὴν ἥβη.
Γυναίκα ποὺ ἔχασε τὸ φῶς,
ἄκουσε, τραγουδᾶ ὁ τυφλός.»
«Σκοτείνιασε- κλεῖσε τὰ τζάμια-
κάνε σουραύλια μὲ τὰ χτεσινὰ καλάμια,
καὶ μὴν ἀνοίγεις ὅσο κι ἂν χτυποῦν-
φωνάζουν μὰ δὲν ἔχουν τί νὰ ποῦν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα ἀπ᾿ τὴν ἄμμο,
κι ἀπ᾿ τὴ θάλασσα ἀνεμῶνες
γυναίκα ποὺ ἔχασες τὸ νοῦ,
ἄκου, περνᾶ τὸ ξόδι τοῦ νεροῦ...»
«Ἀθῆναι. Ἀνελίσσονται ραγδαίως
τὰ γεγονότα ποὺ ἤκουσε μὲ δέος
ἡ κοινὴ γνώμη. Ὁ κύριος ὑπουργὸς
ἐδήλωσεν, Δὲν μένει πλέον καιρός...»
«... πάρε κυκλάμινα... πεῦκο βελόνες...
κρίνα ἀπ᾿ τὴν ἄμμο... πεῦκο βελόνες...
γυναίκα. .»
«... ὑπερτερεῖ συντριπτικῶς.
Ὁ πόλεμος...»
ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ
.
.
.
.
.
απόψε ηταν ένα περίεργο φεγγάρι. μεγάλο, φωτεινό και στρογγυλό, που κρύβονταν μέσα στα σύννεφα, και ξανάβγαινε έπειτα ανάμεσα από κύκλους θολούς , άλλοτε μισό, άλλοτε μιά φέτα πεπονιού κι άλλοτε ξανά στρογγυλό.
κατεβήκαμε με την Κατερίνα στην Αθήνα, να δούμε το έργο στον Δαναό. είχε θέση μονάχα στην πρώτη σειρά κι έτσι γυρίσαμε πάλι πίσω στο σπίτι.
δεν στέκομαι καθόλου όλη μέρα. όλο κάτι βρίσκω να κάνω και πέφτω με τα μούτρα ως να το τελειώσω. κουράζομαι. μα η κούραση είναι πρώτα και κυρίως ψυχική.
στα πέριξ έχει διαλυθεί το σύμπαν. δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο. σα να βρισκόμαστε μέσα σε πόλεμο.
στέκομαι πάνω απ' τα παιδιά, τα δικά μου και των αλλωνών τα παιδιά, σαν κλώσσα με ανοιγμένες φτερούγες.
αχ, Θε μου, νάχαμε γύρω μας λίγη στοργή, ένα νοιάξιμο, μιά στάλα τρυφεράδα, λίγη ανθρωπιά...
.
.
.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου