Έτσι και νυχτώσει, αρχινά η δική μου δεύτερη μέρα. Η πρώτη θέλει μπλάβα πέλαγα, η δεύτερη, τέσσερις τοίχους, χειρόγραφα και ποτό.
Ένα μαύρο δαιμόνιο, μα όλο λευκότη στην ψυχή, με σκουντάει στον ώμο, συγκρατεί το χέρι μου : «μη, όχι έτσι, αλλιώς», «όχι έτσι, αλλιώς». Να μη βγει κακός λόγος από το στόμα μου, να μη βγει παράπονο. Αυτό θέλει. Κι άλλα μικρά δαιμόνια, παρόμοια, μου εμφανίζονται κατά καιρούς, κρατώντας εικόνες, χρωματιστά γυαλιά, χάρτινα βαπόρια φωταγωγημένα. Είναι φιλικά, μου γνέφουν κιόλας, πότε πότε : «μην ακούς», «κάνε τη δουλειά σου», εδώ είμαστ’ εμείς». Μόνο άνωθεν το κουράγιο. Κι όχι πάντοτε. Είναι βραδιές όπου η στεναχώρια μόλις που χωράει. Πάει να σπάσει τους τοίχους. Μένω μόνος ώρες μπροστά σ’ ένα τετράγωνο παράθυρο κομμένο επάνω στο σκοτάδι. Δεν περνάει ούτ’ ένας άνθρωπος. Πουθενά κανένα φως.
……………………………………………………………………
Στη μοναξιά υπάρχουν κι εκεί, όπως μέσα στη γλώσσα, ιδιώματα. Το δικό μου πρέπει να ‘ναι της πλέον ακατοίκητης ερημονησίδας. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς τα λόγια μου, ενώ τα κατευθύνω στο κέντρο των ενδιαφερόντων του κόσμου, ηχούν απόμακρα ή χάνονται ολότελα. Τα φωνήεντά μου, τα «ά» μου και τα «έ» μου, δε γίνεται, φαίνεται, να τα πιάσεις σε καμιά συχνότητα. Το πολύ ν’ ακούσεις κάτι σαν τραύλισμα κυμάτων επάνω στα βότσαλα.
.
.
.
.
.
.
.
Ένα μαύρο δαιμόνιο, μα όλο λευκότη στην ψυχή, με σκουντάει στον ώμο, συγκρατεί το χέρι μου : «μη, όχι έτσι, αλλιώς», «όχι έτσι, αλλιώς». Να μη βγει κακός λόγος από το στόμα μου, να μη βγει παράπονο. Αυτό θέλει. Κι άλλα μικρά δαιμόνια, παρόμοια, μου εμφανίζονται κατά καιρούς, κρατώντας εικόνες, χρωματιστά γυαλιά, χάρτινα βαπόρια φωταγωγημένα. Είναι φιλικά, μου γνέφουν κιόλας, πότε πότε : «μην ακούς», «κάνε τη δουλειά σου», εδώ είμαστ’ εμείς». Μόνο άνωθεν το κουράγιο. Κι όχι πάντοτε. Είναι βραδιές όπου η στεναχώρια μόλις που χωράει. Πάει να σπάσει τους τοίχους. Μένω μόνος ώρες μπροστά σ’ ένα τετράγωνο παράθυρο κομμένο επάνω στο σκοτάδι. Δεν περνάει ούτ’ ένας άνθρωπος. Πουθενά κανένα φως.
……………………………………………………………………
Στη μοναξιά υπάρχουν κι εκεί, όπως μέσα στη γλώσσα, ιδιώματα. Το δικό μου πρέπει να ‘ναι της πλέον ακατοίκητης ερημονησίδας. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς τα λόγια μου, ενώ τα κατευθύνω στο κέντρο των ενδιαφερόντων του κόσμου, ηχούν απόμακρα ή χάνονται ολότελα. Τα φωνήεντά μου, τα «ά» μου και τα «έ» μου, δε γίνεται, φαίνεται, να τα πιάσεις σε καμιά συχνότητα. Το πολύ ν’ ακούσεις κάτι σαν τραύλισμα κυμάτων επάνω στα βότσαλα.
.
.
.
οδυσσέας ελύτης
.τα δημόσια και τα ιδιωτικά
.εκδ. ίκαρος
..
.
.
.
6 σχόλια:
Υπέροχος.
Τα λόγια είναι φτωχά μπροστά στα νοήματα, έννοιες και στα συναισθήματα του Ελύτη.
Αν κλείσεις τα μάτια και ακούσεις αυτό, δεν είναι σαν πραγματικός διακτινισμός;
http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=HLgObm4SIeg
@
οι ποιητές μας είναι σοφοί, road !
και ίσως προφήτες...
σχεδόν σοβαρολογώ...
καληνύχτα, καρδούλα μου :)
Οι μεγαλοι ποιητες υπηρξαν, και θα ειναι ες αει προφητες!
Και η Ποιηση (το π κεφαλαιο), ειναι ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ !
Καλο βραδυ και στις 2 σας :)
@
καλό βράδυ να έχεις, Χ.
Απαράμιλλος!
@
σου στέλνω ζεστή αγκαλιά, Τατ :)
μη και ζεσταθούμε λιγάκι...
Δημοσίευση σχολίου