Σάββατο 8 Μαρτίου 2014


"αχ μαχαίρι μαύρο,
μαυρομάνικο"

μιά φορά ήμουνα σ' ένα χωριό.
πλινθόκτιστο χωριό. τα σπίτια ήσαν καμωμένα από χωμάτινους πλίνθους. έτσι, και το χρώμα του χωριού ήταν όλο στο χρώμα της λάσπης.
γύρω κι όσο έφτανε το μάτι απλωνόταν η έρημος. άμμος παχιά, καφετιά κι εκείνη. λόφοι χαμηλοί και ισιάδες ατελείωτες, ως τον ορίζοντα. το πρωί και το μεσημέρι, με το φως του ήλιου γίνονταν όλα γύρω χρυσαφιά. καφετιά το απόγευμα. το βράδυ κανένα φως, πουθενά.

στην άλλη άκρη του χωριού ήταν το μικρό μπακάλικο.
εγώ δεν χρειαζόμουνα τίποτα απ' το μπακάλικο, πήγαινα όμως καμιά φορά τα απογεύματα, ίσα - ίσα  γιά να ιδώ τον γέροντα με το μαχαίρι.
γιά να ακριβολογώ, δεν ήταν ακριβώς μαχαίρι αυτό που έφερε πάνω του ο γέρος. ήταν κάτι τις, ανάμεσα σε σπαθί και σε μαχαίρι.
το είχε κρεμασμένο στο ζωνάρι του.
ήταν ένα μακρύ μαχαίρι σα σπαθί, γυριστό, σε σχήμα ημικύκλιου.
η λαβή του ήταν ασημένια. κι είχε απάνω του πετράδια.
σκέφτομαι, ότι τότε ήμουν κορίτσι και δεν είχα την ωριμότητα να περιεργαστώ καλύτερα αυτό το μαχαίρι.
έτσι κι αλλιώς όμως, ο γέρος δεν θα μου επέτρεπε κι όλα να τον πλησιάσω...
έχω μπροστά στα μάτια μου και θυμάμαι καθαρά τα πετράδια. ένα πράσινο κι ένα κόκκινο. σμαράγδι θά ταν και ρουμπίνι. ούτε λόγος γιά πέτρες faux! ζωντανά ήσαν, ολοζώντανα !
κι ο γέρος, δεν ξέρω από πού να κατέβαινε... απ' αυτό το χωριό νάταν ; ερχόταν απ' τις τέντες, πίσω απ' τους αμμόλοφους ; ποιός να ξέρει ;





  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: