Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

 κι οι γλάροι
τα γοργόφτερα πουλιά
λευκό μπαλέτο στα σκοτάδια…


signature
foteini
από το
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΡΑΒΙΟΥ
στη θάλασσα

Το βλέπω,"οι δικοί μου" αναρωτιούνται. Απορούν, πώς γίνεται και δεν με έχουν κουράσει ακόμα τα μπάρκα.
Καμιά φορά, "οι δικοί μου" παίρνουν το θάρρος και με ρωτάν πώς μπορώ, πώς το αντέχω... Πώς γίνεται και δεν με κούρασε τόσα χρόνια αυτή η μοναξιά μες τις θάλασσες... Πώς γίνεται και ο χρόνος δεν με κατέβαλλε... Πώς δεν με τσάκισε τους χειμώνες η υγρασία, πώς δεν με τρόμαξαν τις νύχτες οι ανέμοι όταν ξεσπάν λυσσασμένοι απάνω στο σώμα του καραβιού, η τραμουντάνα, ο γραίγος, ο μαϊστρος, ο πουνέντες...
Κάποιοι πιό κοντινοί, που έχουν περισσότερο θάρρος μαζί μου, που και που με ρωτάν κι άλλα πράματα : αν αίφνης μου λείπει το χώμα στον κήπο μου, αν μου λείπουν οι πέτρες, το γλυκό νερό της βρύσης, ο ίσκιος των πεύκων τα καλοκαίρια, τα λούνα παρκ με τα παιδιά στις πλατείες, αν μου λείπουν οι γιορτές στα σπίτια, τα γέλια, τα λουλούδια, οι ζεστές αγκαλιές των ανθρώπων...
Σε όλ' αυτά, απαντάω ολοένα και λιγότερο. Ολοένα και λιγότερο μιλάω. Καμμιά φορά, περνάν μέρες, βδομάδες ή μήνες ως να τους αποκριθώ. Καμμιά φορά δεν αποκρίνομαι διόλου.
Τι να τους πεις ;  Ελάχιστοι θα το καταλάβουν. Το ταξίδι μπορεί να γίνει τέτοια αγάπη και τέτοιος πόθος, που όλα τ' άλλα στην ουσία να σου είναι δευτερεύοντα.
Έπειτα, τι να πεις ; Πως ναι, τόσα χρόνια η μοναξιά μες τις θάλασσες σε τσάκισε ; Πως τους χειμώνες η υγρασία ολημερίς κι ολονυχτίς σε λιάνισε ; Πως τις νύχτες που φυσάει βοριάς στρέφεις στην ανατολή και προσεύχεσαι στον γραίγο και στην τραμουντάνα κι όταν φυσάει δυτικά σταυροκοπιέσαι στον γαρμπή, στον μαϊστρο και στον πουνέντε ;
Να τους πεις ότι τρέμεις κουκουλωμένος πα στην κουκέτα κι ότι τα μάτια σου πιά βαραίνουν το πρωί ; Να τους πεις οτι έχεις στερηθεί τις ζεστές αγκαλιές των ανθρώπων ; Οτι ξέχασες τη ζέστη που βγάνει το χώμα μετά απ' τη βροχή ; Ότι  σου λείπουν τα γέλια των συντρόφων, η θαλπωρή των σπιτιών και τα μαλακά στρώματα ;
Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα... Τα πράγματα που άλλοτε μ' αυτά ζύγιαζες τη ζωή σου, μπρος στην αγάπη της θάλασσας έγιναν τώρα όλα δευτερεύοντα. Και γιά τίποτα δεν παραπονιέσαι. Μόνο σε τραβάει το μπάρκο κοντά του, σε παίρνει η αποθυμιά του ανοιχτού ορίζοντα, σε τυλίγει η λαχτάρα γιά νέα λιμάνια και πας. Πας, ταξιδεύεις, πάλι ταξιδεύεις, ολοένα, έγινε ένα το σκαρί με το σώμα σου, έγιναν φύκια τα μακριά μαλλιά σου, τα μπράτσα σου αντρείεψαν, το αλάτι έψησε την όψη και την καρδιά σου.
Και δεν κουράστηκες να πεις μιά στιγμή "εγώ θα βγω στη στεριά ! θα φύγω !".
Και σα να ήταν ένας χρόνος, πέρασαν έτσι χρόνοι έντεκα.        







Δεν υπάρχουν σχόλια: