Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Γιώργος Σεφέρης


Ο βασιλιάς της Ασίνης

Lord of Asine

12ος αι. π.Χ, 
αρχαιολ. μουσείο Ναυπλίου



σίνην τε 
ΙΛΙΑΔΑ
(στίχοι 559 – 560:

"Οι δ’ Άργος τ’ είχον Τίρυνθά τε τειχιόεσσαν,  
Ερμιόνην Ασίνην τε, βαθύν κόλπον εχούσας…")


Κοιτάξαμε ὅλο τὸ πρωὶ γύρω-γύρω τὸ κάστρο
ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἴσκιου ἐκεῖ ποὺ ἡ θάλασσα
πράσινη καὶ χωρὶς ἀναλαμπή, τὸ στῆθος σκοτωμένου παγονιοῦ
Μᾶς δέχτηκε ὅπως ὁ καιρὸς χωρὶς κανένα χάσμα.
Οἱ φλέβες τοῦ βράχου κατέβαιναν ἀπὸ ψηλὰ
στριμμένα κλήματα γυμνὰ πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ ἄγγιγμα τοῦ νεροῦ, καθὼς τὸ μάτι ἀκολουθώντας τις
πάλευε νὰ ξεφύγει τὸ κουραστικὸ λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ὁλοένα.


Ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρὺς γιαλὸς ὁλάνοιχτος
καὶ τὸ φῶς τρίβοντας διαμαντικὰ στὰ μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανὸ τ᾿ ἀγριοπερίστερα φευγάτα
κι ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ποὺ τὸν γυρεύουμε δυὸ χρόνια τώρα
ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπὸ τὸν Ὅμηρο
μόνο μία λέξη στὴν Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη
ριγμένη ἐδῶ σὰν τὴν ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα.
Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της; κούφιο μέσα στὸ φῶς
σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμμένο χώμα-
κι ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.
Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα
παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω ἀπὸ ἕνα ὄνομα:
"Ἀσίνην τεἈσίνην τε…"


καὶ τὰ παιδιά του ἀγάλματα
κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας
στὰ διαστήματα τῶν στοχασμῶν του καὶ τὰ καράβια του
ἀραγμένα σ᾿ ἄφαντο λιμάνι-
κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα ἕνα κενό.


Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους
ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας
ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι
μέσα στὴν αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:
ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.
Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμώνα
μὲ σπασμένη φτερούγα σκήνωμα ζωῆς,
κι ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει
μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ
κι ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου
μὲ τ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.


Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι ἀνάρωτιέται
ὑπάρχουν ἄραγε
ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς
τὶς ἀκμὲς τὶς αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες
ὑπάρχουν ἄραγε
ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα καὶ τῆς φθορᾶς
ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς
ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας
αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ μὲ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου
ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος
ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς

ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας
σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ διάρκεια τῆς ἀπελπισίας
ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα μὲς στὸ βοῦρκο
εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πίκρας παντοτινῆς.
Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό
.

σπιδοφόρος λιος νέβαινε πολεμώντας

κι π τ βάθος τς σπηλις μία νυχτερίδα τρομαγμένη

χτύπησε πάνω στ φς σν τ σαΐτα πάνω στ σκουτάρι:

"Ἀσίνην τε σίνην τε…" 

Ν ταν ατ βασιλις τς σίνης

πο τν γυρεύουμε τόσο προσεχτικ σ τούτη τν κρόπολη

γγίζοντας κάποτε μ τ δάχτυλά μας τν φή του πάνω στς πέτρες







*
Στό αρχείο Σεφέρη βρέθηκαν έξι ”σχεδιάσματα ” του “βασιλιά της Ασίνης”
-Ημερολόγιο Καταστρώματος Α-, πού γράφτηκαν μεταξύ 1938 και 1940.

εδώ,
το “σχεδίασμα πρώτο”

Ο Βασιλιάς της Ασίνης

Οι ραψωδοί δεν ήρθαν ως εδώ οι τραγικοί με ξέχασαν κι έπειτα
ήταν αργά για τα βουκολικά και τα ειδύλλια.
Οι άνθρωποι της Σίβυλλας με σμαραγδένια μάτια
με πηγαδίσια φωνή και με κόκκινα προσωπεία
προτίμησαν τους γειτονές μου: τίς Μυκήνες ,το Αργος
άνομες γυναίκες,βασιλιάδες φονικούς,κληρονομώντας το αίμα
σαν κόκκινη κλωστή πού δεν μπορεί να σπάσει.
Οι πέτρες μου – εξω από τον καιρό,κι ο γιαλός μου
ο μακρύς γιαλός μου βράδυ κι αυγή μονότονος
με τον άφθαρτο κυματισμό των κυμάτων-
εξω από τον καιρό - έξω από τον ρυθμό σωμάτων
τυφλών: ιστορίες της Κλυταιμνήστρας η του Θυέστη,
σάρκες κουρασμένες, σκοτωμένη η ζωή
μ άυτήν εζήσαν κι οι ψυχές κατέβηκαν στον Αδη
τσιρίζοντας λιγνά σπασμένα ,σα νυχτερίδες
κι η δικαιοσύνη γεννούσε την αδικία, στόν αιώνα.
Πήρα τον άλλο δρόμο τον απάνθρωπο.
Αρνήθηκα τα θυμωμένα χέρια,τα χείλια τα υγρά,τα δάκρυα
και τη λύσσα της ύπαρξης με σώματα παράφορα
τη φρίκη του ήλιου όταν πεθαίνει το παλικάρι
τη φρίκη της νύχτας σαν η γυναίκα γεννά
άπλωσα την ψυχή μου σ ένα μεγάλο κύκλο αδειανό
δεν ένιωθα τίς πέτρες, ηξερα πώς εκείνες με νιώθουν
δεν έβλεπα τ άστέρια,ήξερα πώς εκείνα με βλέπουν
κι η θάλασσα σκιρτούσε γύρω στη σάρκα μου.
Ημουνα το κενό πού εχτρεύεται η φύση
και πονέσαν άνθρωποι πολλοί εξαιτίας μου.
Σα δε γυρεύεις τίποτε γίνεσαι παράξενα σκληρός.
Ωστόσο μια φορά...

photos
foteini

πυξίδα
Ασίνη, ακρόπολη
730-690 π.Χ.


















Δεν υπάρχουν σχόλια: