Σάββατο 2 Απριλίου 2022

 

Άφησε την αδερφή της καθιστή σ’ ένα παγκάκι να την περιμένει, κοντά στο μνήμα του πατέρα τους.

“Κάπου θα πάω εγώ! της είπε, εσύ να με περιμένεις εδώ!”

Βάδισε μονάχη της, ανάμεσα στις πρασινάδες και τα κυπαρίσσια, άγγελοι φτερωτοί ολόγυρα, λευκά μάρμαρα, κίσσες πετάνε με τις μακριές μαύρες ουρές τους, κοράκια φωνάζουν, μια αιωνόβια χελώνα τρέχει πάνω στα μικρά ποδαράκια της, ένα όνομα χαραγμένο μπροστά στη γυναίκα, Εμμανουήλ Ξάνθος, ΦΙΛΙΚΟΣ.

Ήρθε στη γειτονιά σου, μα δεν μπορούσε να σου πει μια κουβέντα, ούτε μια κουβέντα δεν έβγαινε, καμιά κουβέντα δεν ερχόταν στο μυαλό της, παρά μονάχα τ’ όνομά σου έλεγε τρυφερά μέσα της, μονάχα αυτό, τίποτε άλλο…

Στο τέλος, σου είπε “Πού βρίσκεσαι?! Στείλε μου, καλέ μου, ένα σημάδι! στείλε, καλέ μου, ένα σημάδι! στείλε μου, καλέ μου, ένα σημάδι! ”, κατέβασε τα μάτια της κάτω στο χώμα κι έφυγε.

Επέστρεφε, βαδίζοντας μονάχη της ανάμεσα στις πρασινάδες και τα κυπαρίσσια, στους φτερωτούς άγγελους, στους λευκούς μαρμαρένιους σταυρούς, η αιωνόβια χελώνα είχε πιά κρυφτεί, τα κοράκια φώναζαν, οι κίσσες με τις μακριές ουρές τους, πετούσαν χαμηλά…

Όταν πλησίασε κι έφτασε πάλι πίσω, κοντά στην αδερφή της, την είδε να κρατάει στο χέρι της ένα μπουκέτο άσπρες φρέζιες, λευκές με κίτρινη καρδιά, αυτά ακριβώς τα τελευταία λουλούδια, που εσύ είχες στείλει στη γυναίκα!




“Πού τα βρήκες αυτά τα λουλούδια;” ρώτησε την αδερφή της, ταραγμένη.

“Πρώτη φορά τα βλέπω εδώ, να φυτρώνουν στο χώμα, εδώ, μπροστά στα πόδια μου, απάντησε απορημένη η άλλη, όσα χρόνια έρχομαι εδώ, πρώτη φορά φυτρώνουν μονάχες τους, άσπρες φρέζιες!”

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: