Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

.
μυθ
ιστορηματικό
σημείωμα
γραφέν
σε συνθήκες απόλυτου κενού.
.
μοτσαρτάκο μου,
.
έπαψες πια να περνάς ;
στ' αλήθεια δεν γνωρίζω ! μπορεί και να παψες...
μπορεί.
στη γωνιά μου εγώ, με τα πόδια γυμνά, χωμένα πάντα στην έρημο του François Mauriac, μιλάω πάντα σα να πρόκειται να περάσεις, στις δικές σου πάντα προσωπικές ώρες, αργά όταν ξυπνήσεις το πρωί, ή αχάραγα ακόμα, βαθειά μέσα στη νύχτα, πριν πέσεις για ύπνο.
πηγαίνω πάντα στο ταχυδρομείο της γειτονιάς μας, το ομολογώ, όχι μονάχα μιά φορά στο εικοστετράωρο ! πολλές, μοτσαρτάκο...
πηγαίνω στη δουλειά, δουλεύω με τις ώρες τις ατέλειωτες, η Άσπα - αυτή που λίγο γνωρίζεις - λέει πως γκαζώνω με χίλια, δεν γίνεται στη ζωή να πατάω συνέχεια γκάζι, έτσι λέει η Άσπα, μπορεί να ναι κι έτσι, κάθε άνθρωπος όμως έχει τα χούγια, τους ρυθμούς και το χαρακτήρα του, μπορεί και να ναι κεκτημένη ταχύτητα, μιά ζωή γκάζια, πώς γίνεται να τ' αλλάξεις αυτό, δεν ξέρω...
δεν ξέρω πολλά, μοτσαρτάκο.
σχεδόν τα πάντα δεν ξέρω.
μονάχα ίσως τα δικά σου σημάδια ξέρω να διαβάζω. ίσως γιατί αυτό μονάχα με νοιάζει.
την κάθε λέξη σου, την κάθε μη λέξη σου, την κάθε βαθειά ή ανάλαφρη ανάσα σου, γιατί λες αυτό ή εκείνο, γιατί δεν κάνεις ή δεν λες κάτι τις, πότε έχεις άγχος και πότε δεν έχεις, πότε λες αλήθεια και πότε πράγματα μαϊμού και πότε προσέχεις τις κουβέντες σου και πότε όχι, πότε γελάς αληθινά, πότε αμήχανα, πότε πονάς, όλο και λιγότερο πονάς πιά, αυτά είναι που ξέρω να διαβάζω, μικρέμουμόζαρτ.
μου φτάνουν στη ζωή.
απόψε για παράδειγμα, μοτσαρτάκο, πήγα πολύ καλά. έγραψα !
γύρισα σπίτι με μιά τεράστια ροζ ανθοδέσμη κι ένα βιβλίο με ευγενική αφιέρωση για χάρισμα, με κουβέντες καλές και χαμόγελα στα μάτια μου, ξεκλείδωσα την πόρτα με χέρια κι αγκαλιά γεμάτη, ακούμπισα τα λουλούδια μου και το βιβλίο στο μοναστηριακό τραπέζι, πέταξα δεξιά αριστερά τα παπούτσια και στάθηκα. κενό παντού. λες και ζω σε συνθήκες απόλυτου κενού. αστροναύτης σου λέω ! θ' αρχίσω σιγά σιγά να υπερίπταμαι...
όταν ήμουν παιδί, είχα ένα βιβλίο, που το έλεγαν "ζουμ - ζουμ".
ο ζουμ - ζουμ δεν θυμάμαι τώρα τι ήταν, θυμάμαι όμως πως πετούσε ! πετούσε στο ταβάνι, στους τοίχους, πετούσε ψηλά.
καμιά φορά, μοτσαρτάκομου, έτσι στο απόλυτο κενό που υπάρχει γύρω, φοβάμαι μην αρχίσω και πετάω στους τοίχους και στα ταβάνια.
εσύ το ξέρεις, καλύτερα απ' τον καθένα, πως το φοβάμαι το κενό. εσύ ξέρεις τι φοβάμαι, γιατί φοβάμαι, τι με γεμίζει, τι με αδειάζει, τι μ' αφήνει παγερά αδιάφορη, τι μπορώ να κάνω, τι δεν μπορώ, τι θέλω, τι δε θέλω, τι τελικά κάνω.
κάθε συμβουλή που μου δωσες, έπιασε τόπο, να το ξέρεις.
κάθε επιβεβαίωσή σου, είναι περηφάνεια μου, το ξέρεις.
κάθε μάλλωμά σου, πιάνει τόπο, το ξέρεις κι αυτό.
μοτσαρτάκο, νυστάζω τώρα. τα μάτια μου κλείνουν.
καληνύχτα.
αύριο πάλι.
.
.
.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια: