Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

.

.

στο μπαράκι, πλάϊ στη θάλασσα.

.

.


σε αδυναμία ακόμα να μπω για κολύμπι.

δεν πειράζει. cest la vie

η NEMESIS του Philip Roth αγκαλιά, και παγωμένο bacardi breezer πορτοκάλι.

αλείφτηκα πάντως και με λαδόξυδα, γιατί ο ήλιος χτυπάει κάτω απ’ τις ομπρέλες.

.

.


carpe diem.

το πρωί, είχα προγραμματίσει το ξυπνητήρι για τις 7.30. ξύπνησα μόνη μου στις 6.30 και βγήκα στο χωράφι.

απέναντι οι εργάτες θειαφίζουν τ΄ αμπέλια.

κάνει ζέστη. ανοίγω τη μάνικα και ρίχνω άφθονο νεράκι στα δέντρα. κι εκείνα, τεντώνουν σιγά σιγά τα κλαδιά τους στο νερό και στον ήλιο που τώρα βγαίνει.

τα βερίκοκα είναι έτοιμα. δυνατό κίτρινο βερικοκί . στολίδι της αυλής. ξυπνάει μέσα μου το άγριο ένστικτο του τροφοσυλλέκτη φυσικά ! το βραδάκι, πριν φύγει ο ήλιος θα μαζέψω βερίκοκα, καθώς και τις κορφούλες από το κλήμα.

κάθε που βλέπω έτσι τη βερικοκιά, θυμάμαι ένα τραγουδάκι που τραγουδάγαμε οι φιλενάδες , όταν είμαστε παιδιά.

« χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο

ρίκο, ρίκο, ρίκοκο!»

.

.


υπάρχει ένα πλάσμα που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί είμαι εδώ και μου το δείχνει με κάθε τρόπο.

τριγυρνάει γύρω μου σα σβούρα, γκαζώνει και μου κάνει επίδειξη της ταχύτητας που παίρνει στις στροφές, όσο πιο πολλά «μπράβο» του λέω τόσο πιο πολύ γκαζώνει, γαυγίζει σα μανιασμένος μόλις περάσει απ’ έξω κανα ποδήλατο, μηχανάκι ή τρακτέρ, «εγώ είμαι εδώ ! σε φυλάω από τα άθλια τρακτέρ, τα βρωμερά ποδήλατα και τα σιχαμερά μηχανάκια» ! ναι…

μου τραβάει αδιάκοπα γλειψιματιές στα χέρια, χώνει τη μουσούδα του στην τσάντα μου και μυρίζεται ένα ένα τα υπάρχοντά μου, χάβει μύγες, ανοίγει λάκκους και κρύβει τα μπισκότα που τον φιλεύω, κι ύστερα ροχαλίζει ξερός κάτω από την καρέκλα μου.

σκέφτηκα και τον όμορφο τον Λουκάνικο.

Πλατεία, το σκυλί και τα μάτια σας, ρεεεεεεε !

.

.

.


δέστε τώρα, δυό μεταφράσεις του ίδιου κομματιού της Οδύσσειας .

.


ο Οδυσσέας φεύγει από την Καλυψώ κι ο Ποσειδώνας τον ρίχνει σε καταιγίδα.

εδώ βλέπουμε πώς έπεσε η σχεδία του στους ανέμους.

.


στίχ. 327 – 332

.


μετάφραση Ν. Καζαντζάκη - Ι. Κακριδή

.


κι αυτήν την έσερνε θεόρατο το κύμα πέρα δώθε.

πώς ο βοριάς χινοπωριάτικα σαρώνει μες στον κάμπο

τ’ αγκάθια, κι όλα κουβαριάζουνται μαζί σφιχτά. παρόμοια

κι αυτήν οι ανέμοι μες στο πέλαγο τη σέρναν δώθε κείθε.

μιά στο βοριά ο νοτιάς την έριχνε, μαζί του να τη σύρει,

και μιά ο λεβάντες την παράδινε να τη χτυπά ο πονέντης.

.

.


στίχ. 327 – 332

.


μετάφραση Μ. Νικηφορίδη.

.


κι ας την πετούσε ως καρυδότσουφλο το μέγα κύμα

πέρα δώθε. όπως τ’ αγκάθια ο βοριάς του φθινοπώρου

στον κάμπο φροκαλάει και γίνονται μαλλιά κουβάρια,

παρόμοια και τη σχεδία στο πέλαγο οι άνεμοι δέρναν :

μιά ο Νοτιάς την έριχνε στον Βοριά να την αρπάξει,

μιά στον Ζέφυρο την κλοτσούσε παιχνίδι ο Απηλιώτης.

.

.


τι όμορφη είναι η γλώσσα μας, τι θαυμαστή και τι πλούσια !

.

.

.

.

.


2 σχόλια:

δόΧτωρ απαράδεΧτος είπε...

πράγματι είναι ωραία η γλώσσα μας....

μπορείς να ζωγραφίσεις μ΄ αυτή τη γλώσσα...

ίσως γι΄ αυτό να έχουμε περισσότερους ποιητές από ζωγράφους.....


να περνάς καλά...

foteini είπε...

@
να είσαι καλά, Παραδεκτέ μας !

το χωριατάκι έχει ξεχυθεί στα χωράφια.
μάζεψε βερύκοκα και τρυφερές κορφούλες κλήμετα - θα γίνουν τουρσί γιά καλοκαιρινό ουζάκι.

θα μου άρεσε, λέω, ν' ασχοληθώ με τα γεωργικά...

:)