.
κατέβηκα την Ερμού, μπήκα στην Αγίου Μάρκου, στη Χρυσοσπηλιωτίσσης, στην Αιόλου και βγήκα Σοφοκλέους. ήθελα να αγοράσω γυάλινα βαζάκια και μεγάλα καπάκια φελλούς.
με πήραν τηλέφωνο πως η Μαρία έφυγε.
ανέβηκα την Ευρυπίδου, διέσχισα τη στοά Πεσμαζόγλου, πέρασα απ' τον Παπασωτηρίου απ' όπου μάζεψα την Άσπα, πήραμε ένα ταξί και γυρίσαμε σπίτι.
δεν έκλαψα και θαρρώ δε θα κλάψω.
.
εκείνη υποθέτω θα είναι ευχαριστημένη... συνάντησε τον Κώστα. τη μάνα της, την αδερφή της τη Διώνη που είχε να την δει από κορίτσι, τον πατέρα μου που αγαπιόντουσαν...
.
δεν έκλαψα, μα ποτέ φυσικά δε θα σβύσει από μέσα μου η αυλή του σπιτιού της, ο πεύκος όπου έριχναν ψωμάκι στα σπουργίτια το χειμώνα, η μπουκαμβίλλια τους όπου χε γίνει χοντρόκορμο δέντρο, το πηγάδι όπου κρύφτηκε ο Κώστας όταν τόσκασε απ' το μπλόκο της Κοκκινιάς, το πηγάδι όπου έκρυβαν παιδιά στον εμφύλιο, οι μπαμπακιές που είχαν φυτεμένες και μ' άφιναν να σπάω τη φούσκα και να βγάζω από μέσα τ΄άσπρο βαμβάκι, τα παιχνίδια μου απλωμένα στο περβάζι της κουζίνας της.
.
δε θα σβύσει από μέσα μου η ευγένειά της, η υπομονή της, η διακριτικότητά της, η ηρεμία της, ο σιγανός τόνος της φωνής της, η φιλομάθειά της - έμαθε Ιταλικά μονάχη της και Γαλλικά και λίγα Αγγλικά.
.
δε θα σβύσει ποτέ από μέσα μου η χαρά, τα γέλια μας, οι αγκαλιές μας.
.
.
.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου