Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Ω, τι σόϊ, μαμά !


ΙΙΙ. 


Χρόνος αυτόχειρας


ΠΟΙΗΣΗ



Δημήτριος Γ. Δημητριάδης



εκδόσεις Γκοβόστη, 2016




Σταχυολογώ από την ποιητική συλλογή :


"ΑΠΩΛΕΙΑ"


Μ
έτσι ξεκινά η Μοναξιά
με τα μη και τα δεν,
και το Μάταιο
ενός ορίζοντα που έπαψε να ζυγώνει.

Α
όχι αγάπη
όχι πιά
Ανήμπορος, ίσως
Ανόητος, αναμφίβολα.

στο λάμδα κοντοστέκομαι
Λίμνη
Λάθη
θα είναι μιά Λίμνη από Λάθη, λοιπόν
Λοιπόν, όπως το συμπέρασμα
ότι η ζωή παρακάμπτει
τους ανήμπορους ανόητους.

όμικρον, όπως Όνειρα
κάποτε
όπως Όμορφος
κάπου
ανάμεσα στα στάχυα και το φως
μιάς γης ολότελα ξένης.

γράμμα Ρ από τον έρωτα
χωρίς το ε
απομένει μόνο το Ρώτα
μα δεν ελπίζω
η απάντηση έσβυσε εκείνη τη νύχτα
όποιο κι αν ήταν το ερώτημα.

Γιώτα το τελευταίο γράμμα
Ιστορία ανείπωτη μέχρι τώρα
σκάλισμα στο κερί που λιώνει
κάτω από τη γροθιά του χρόνου.

Μάλορι
ανάσες δένονται καρφιά
θυσία στο ύπουλο χιόνι
τελευταίο χαμόγελο
καθώς πέταξες αθόρυβα
μαύρο πουλί.

Μάλορι γράφω στους τοίχους των κελιών
Μάλορι γράφει και στον ανθισμένο τάφο.

κλωτσώ με δύναμη το σκαμνί
ν' αποδράσω στο ανώδυνο.

θα φέρω τριαντάφυλλα
τα κόκκινα, από τον κήπο.






"ΧΡΟΝΙΟΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ"


Κάθε τόσο
αφήνω στον καμβά
που κρέμεται στην πλάτη
ενός σκαντζόχοιρου
φιγούρες παλιάτσων
και χυδαίων εραστών
θέλω να βλέπω
τον εαυτό μου στον καθρέφτη.

Τα έκλυτα βράδυα
οι φιγούρες ζωντανεύουν
γεμίζουν κηλίδες την αντανάκλαση
έχω χρόνια να πλυθώ.

Οι βελόνες με πονούν
μα φοβάμαι να σπάσω τον καμβά
το σκοινί που μας ενώνει
κρατά όρθια την καρέκλα
της κρεμάλας που χω περάσει στο λαιμό.






"ΤΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ ΤΟΥ ΕΡΑΣΤΗ"



Στο σκυφτό σου γραφείο
αναρωτιέσαι
αν πότισες και σήμερα
τις τρωτές σου θηλές.

Εκεί που λες
θα σμιλέψεις το χέρι σου
με το άλλο χέρι
ακόνισε προσεκτικά
τη στεριά σου
μη γυρεύεις φωτιά
κι αλάτι
παιδεύεις άσκοπα
το κοπάδι από λύκους
που έθρεψες τόσους χειμώνες
οι σκέψεις φτιάχνουν κόμπους
στο ανθισμένο μυαλό σου
τρέξε να προλάβεις το καράβι
θα φύγει σε δέκα λεπτά
δεν ακούς την πόρνη
σου το ψιθυρίζει δαγκώνοντας
το πρησμένο αυτί.

Άγγελος ή άνθρωπος
το άλλο σου μισό
κοιτάς στην πλάτη
χωρίς φτερά μάλλον άνθρωπος
χτυπάς τη γροθιά στον αιχμηρό τοίχο
αίμα παντού στο βρώμικο σοκάκι
σκούπισέ το, μην το βρει ο εχθρός
και σε διαβάλλει στις άσχημες γυναίκες
που περιπολούν κάθε νύχτα
στα ύποπτα στέκια των τεράτων.

Τόσο φως δεν το αντέχω.






από το ποίημα "ΣΩΜΑΤΟ-ΠΟΙΗΣΗ"


....................


Γέμισέ με
ψίχα σκληρό ψωμί
μουσκεμένο σε όπιο
να μην πονώ.

Κι ύστερα
φίλησέ με
ν' ασπρίσω.






από το ποίημα "Ο ΚΥΚΛΟΣ"


Απέδρασε η Αλίκη από τη χώρα των θυμάτων
έρποντας σε αιχμηρά λαγούμια
αφήνοντας πίσω εγκεφαλικούς ιστούς
κι αφηρημένες μνήμες.

Μαζί της φάνηκαν δεσμοφύλακες
η απάθεια κι η εμμονή
αυτιστικά κατάλοιπα από τη χώρα των θαυμάτων.

Αδύναμη κι ατημέλητη
έγειρε να ισιώσει τη φούστα της
γιά να καταλάβει πως είναι γυμνή.

..............................................






από το ποίημα "ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ"


...........................................


Όταν διψούσες
έπινες απ' τις πληγές στο στήθος σου
μολυσμένα υγρά
μνήμες τόξα.

Κι έτσι γοργά κι αθόρυβα
προσέγγισες τα όρια του θόλου
με την αβέβαιη ζωή σου
και το βέβαιο θάνατο.

Άπλωσες πρόθυμα το χέρι να κλειδώσεις
το κελί που γράφει τ' όνομά σου
μα σκόνταψες σ' αυτό
που οι αφελείς επιμένουν
ν' αποκαλούν ελπίδα.






από το ποίημα "ΑΣΑΛΕΥΤΑ"


....................................

Οι προσευχές δεν έπιασαν τόπο

.....................................

Μα έχει χρόνια να βρέξει.

Και ποιός είμαι εγώ να φέρω βροχή
με το ακίνητο
καινούριο μου σώμα.







από το ποίημα " ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΔΥΟ ΠΡΑΞΕΙΣ"

"ΑΝΑΤΟΛΗ"

.................

Λάβα κόκκινη στους δρόμους
στα υψώματα, στους υπονόμους
ξεχύθηκε νωρίς
μόλις που χάραζε.

Ίσως είναι η χολή μετανιωμένων αγίων
που κόπηκαν βαθιά απ' το μαχαίρι.

..................




"ΔΥΣΗ"

.....................

Να με θάψεις με τα μάτια ανοιχτά
να αναπνέω.







από το ποίημα "ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ

..................................

Πετάς σπίθες να κάψεις το χαρτί
μην το βρει ο άγιος που έχει τ' όνομά σου.






από το ποίημα "ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ"


Πρώτη φορά βλέπω
γλάρους σε παιδική χαρά.

Πόσο δύσκολο είναι
να παίξεις μαζί τους κρυφτό
πάντα σε βρίσκουν.

...................................







από το ποίημα "ΦΩΝΕΣ"


................................

Ακούς ψιθύρους
γλώσσα σου γλείφει το σβέρκο
σταγόνες αίμα θυσία
στο πηγάδι ευχών κάποιου άλλου.

Ελεύθερος σκοπευτής στο γυμνό σου σώμα.

Σκόρπια κομμάτια 
στον ορίζοντα που σε θήλασε.

Συναρμολόγησε τον καθρέφτη
από την αρχή.

Τούτη τη φορά χωρίς μετάνοιες.

Τις γωνίες να προσέξεις.







συνεχίζει...








Δεν υπάρχουν σχόλια: