Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

.
Γιώργος Σεφέρης
.
.
.
.
Φωτι
ς το ϊ-Γιάννη

μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δν μπορε ν᾿ λλάξει
δν μπορε ν γίνει τίποτε.
χυσαν τ μολύβι μέσα στ νερ κάτω π τ᾿ στέρια κι ς νάβουν ο φωτιές.

ν μείνεις γυμν μπροστ στν καθρέφτη τ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τν νθρωπο ν περν στ βάθος το καθρέφτη
τν νθρωπο μέσα στ μοίρα σου πο κυβερν τ κορμί σου,
μέσα στ μοναξι κα στ σιωπ τν νθρωπο
τς μοναξις κα τς σιωπής
κι ς νάβουν ο φωτιές.

Τν ρα πο τέλειωσε μέρα κα δν ρχισε λλη
τν ρα πο κόπηκε καιρός
κενον πο π τώρα κα πρν π τν ρχ κυβερνοσε τ κορμί σου
πρέπει ν τν ερεις
πρέπει ν τν ζητήσεις γι ν τν ερει τουλάχιστο
κάποιος λλος, ταν θά χεις πεθάνει.

Εναι τ παιδι πο νάβουν τς φωτις κα φωνάζουν μπροστ στς φλόγες μέσα στ ζεστ νύχτα
(Μήπως γινε ποτς φωτι πο ν μν τν ναψε κάποιο παιδί, ρόστρατε)
κα ρίχνουν λάτι μέσα στς φλόγες γι ν πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικ τ σπίτια, τ χωνευτήρια τν νθρώπων, σν τ χαϊδέψει κάποια
νταύγεια).

Μ σ πο γνώρισες τ χάρη τς πέτρας πάνω στ θαλασσόδαρτο βράχο
τ βράδυ πο πεσε γαλήνη
κουσες π μακρι τν νθρώπινη φων τς μοναξις κα τς σιωπς
μέσα στ κορμί σου
τ νύχτα κείνη το ι-Γιάννη
ταν σβησαν λες ο φωτιές
κα μελέτησες τ στάχτη κάτω π τ᾿ στέρια.

Λονδίνο, ούλιος 1932

.

[Προμετωπίδα σ μι ντιγραφ τν «δν»]

«Θλίβει καπνς τ διάστημα γαλάζιον τν έρων»- διαβάζω
Κάλβο, πο τύπωσε στ 26 κα τν γνωρίσαμε στ 88·
κα πο μεινε ξομολόγητος στ γεροντάματα, σν να «ραγισμένο βάζο»,
στ χέρια μις γρις γγλέζας δασκάλας, σύμβολο κατάλυτο κα φριχτ

γι σους πιμένουν ν γράφουν στίχους πρόζα πο κανες δν καταλαβαίνει,
κα γυρεύουν ν δοξαστον, ο τυχάρπαστοι, π τος λογάδες κα τος σοφούς,
ν θ νά ταν χίλιες φορς προτιμότερο, κα τέχνη πολ πι ετυχισμένη,
ν πήγαιναν στν κάλη ν μαζεύουν κούμαρα, στ Γλυφάδα ν ψαρεύουν ροφούς.

Τράνσβααλ, 11. 12. 1941

.

τόπος μας εναι κλειστός

« τόπος μας εναι κλειστός, λο βουν πο χουν σκεπ τ χαμηλ οραν μέρα κα νύχτα. Δν χουμε ποτάμια δν χουμε πηγάδια δν χουμε πηγς μονάχα λίγες στέρνες, δειες κι᾿ ατές, πο χον κα πο τς προσκυνομε. χος στεκάμενος κούφιος, διος με τ μοναξιά μας διος με τν γάπη μας, διος με τ σώματά μας. Μς φαίνεται παράξενο πο κάποτε μπορέσαμε ν χτίσουμε τ σπίτια τ καλύβια κα τς στάνες μας. Κι᾿ ο γάμοι μας, τ δροσερ στεφάνια κα τ δάχτυλα γίνουνται ανίγματα νεξήγητα γι τ ψυχή μας. Πς γεννήθηκαν πς δυναμώσανε τ παιδιά μας;
τόπος μας εναι κλειστός. Τν κλείνουν ο δυ μαρες Συμπληγάδες. Στ λιμάνια τν Κυριακ σν κατεβομε ν᾿ νασάνουμε βλέπουμε ν φωτίζουνται στ λιόγερμα σπασμένα ξύλα π ταξίδια πο δν τέλειωσαν σώματα πο δν ξέρουν πι πς ν᾿ γαπήσουν».
(Α. Πέτρα)

.

Μαθις Πασχάλης νάμεσα στ τριαντάφυλλα

Καπνίζω χωρς ν σταματήσω π᾿ τ πρω
ν σταματήσω τ τριαντάφυλλα θ μ᾿ γκαλιάσουν
μ᾿ γκάθια κα μ ξεφυλλισμένα πέταλα θ μ πνίξουν
φυτρώνουν στραβ λα μ τ διο τριανταφυλλ
κοιτάζουν περιμένουν ν δον κάποιον δν περν κανες
πίσω π᾿ τν καπν τς πίπας μου τ παρακολουθ
πάνω σ᾿ να κοτσάνι βαριεστισμένο χωρς εωδιά,
στν λλη ζω μία γυναίκα μο λεγε μπορες ν᾿ γγίξεις
ατ τ χέρι
κι εναι δικό σου ατ τ τριαντάφυλλο εναι δικό σου
μπορες ν τ πάρεις
τώρα ργότερα, ταν θελήσεις.

Κατεβαίνω καπνίζοντας λοένα, τ σκαλοπάτια
τ τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ρεθισμένα
κι χουνε κάτι στ φέρσιμό τους π᾿ τ φων
στ ρίζα τς κραυγς κε πο ρχίζει
ν φωνάζει νθρωπος: «μάννα» «βοήθεια»
τς μικρς σπρες φωνς το ρωτα.

Εναι νας μικρς κπος λο τριανταφυλλις
λίγα τεραγωνικ μέτρα πο χαμηλώνουν μαζί μου
καθς κατεβαίνω τ σκαλοπάτια, χωρς οραν
κι θεία της λεγε: «ντιγόνη ξέχασες σήμερα τ γυμναστική σου
στν λικία σου δ φοροσα κορσ στν ποχή μου».
θεία της ταν να θλιβερ κορμ μ᾿ νάγλυφες φλέβες
εχε πολλς ρυτίδες γύρω στ᾿ ατι μία τοιμοθάνατη μύτη
λλ τ λόγια της ταν γεμάτα φρόνηση πάντα.
Τν εδα μία μέρα ν γγίζει τ στθος τς ντιγόνης
σν τ μικρ παιδ πο κλέβει να μλο.

Τάχα θ τ συναπαντήσω τ γρι γυναίκα τσι πο κατεβαίνω;
Μο επε σν φυγα: «Ποις ξέρει πότε θ ξαναβρεθομε»
κι πειτα διάβασα τ θάνατό της σ παλις φημερίδες
τ γάμο τς ντιγόνης κα τ γάμο τς κόρης τς ντιγόνης
χωρς ν τελειώσουν τ σκαλοπάτια μήτε καπνός μου
πο μο δίνει μία γέψη στοιχειωμένου καραβιο
μ μι γοργόνα σταυρωμένη τότες πο εταν μορφη, πάνω στ τιμόνι.
Κορυτσά, καλοκαίρι 37

.

Μέρες Γ 16 πρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940

[ΑΘΗΝΑ-1977-ΙΚΑΡΟΣ]

Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δυ τ πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στς τρες κα μισ μία φων μέσα π τ τηλέφωνο μ ξύπνησε: «χουμε πόλεμο». Τίποτε λλο, κόσμος εχε λλάξει. αγή, πο λίγο ργότερα εδα ν χαράζει πίσω π τν μηττό, ταν λλη αγή: γνωστη. Περιμένει κόμη κε πο τν φησα. Δν ξέρω πόσο θ περιμένει, λλ ξέρω πς θ φέρει τ μεγάλο μεσημέρι. Ντύθηκα κι φυγα μέσως.

Στ πουργεο Τύπου δυό-τρες πάλληλοι. Γκράτσι εχε δε τν Μεταξ στς τρες. Το δωσε μία νότα κα το επε πς στς 6 τ ταλικ στρατεύματα θ προχωρήσουν. πρόεδρος το ποκρίθηκε πς ατ σοδυναμε μ κήρυξη πολέμου, κα ταν φυγε κάλεσε τν πρέσβη τς γγλίας. μέσως μετ τν Νικολούδη στ πουργεο ξωτερικν. πρόεδρος ταν μέσα μ τν πρέσβη τς Τουρκίας.

Στ γραφεο το Μαυρουδ, Μελς γραφε σπασμωδικ να τηλεγράφημα. Μαυρουδς μέσα στ παλτό του σν να μικρ σακούλι. Διάβασα τ νότα το Γκράτσι. Γάφος κι Παπαδάκης τηλεφωνοσαν. Καθς τοίμαζα τ τηλεγράφημα το θηναϊκο πρακτορείου, μπκε Τορκος πρέσβης γι ν δε τ νότα κα σ λίγο πρόεδρος μ ψη πολ ζωντανή.

πειτα ρχισαν ν φτάνουν ο πουργοί, χλωμο περισσότερο λιγότερο, καθένας κατ τν κράση του. Τ πουργικ συμβούλιο κράτησε λίγο. Μεταξς πγε μέσως στ γραφεο του κι γραψε τ διάγγελμα στ λαό. Τ πήραμε κα γυρίσαμε στ πουργεο τύπου. Μέσα π τ τζάμια το ατοκινήτου, αγ μ᾿ να παράξενο μυστήριο χυμένο στ πρόσωπό της.

γραψα μαζ μ τ Νικολούδη τ διάγγελμα το βασιλι. Καμι δακτυλογράφος κόμη. Πγα σπίτι μία στιγμ κα τ χτύπησα στ γραφομηχανή μου. Μάρω μο εχε τοιμάσει καφέ. Γύρισα στ πουργεο καθς σφύριζαν ο σειρνες. Στ γωνία Κυδαθηναίων μι φτωχ γυναίκα μ μι στερικ σύσπαση στ πρόσωπο. Τώρα λοι μαζεμένοι στ πόγεια τς «Μεγάλης Βρετανίας».

βασιλις μ φος νέου ξιωματικο. πόγραψε τ διάγγελμά του κα φύγαμε. Τηλεφώνησα στ τηλεγραφεο ν σταματήσουν τ τηλεγραφήματα κα τν Γερμανν νταποκριτν. Ο πάλληλοι κε εναι κόμη οδέτεροι. Δν μπορον ν πιστέψουν τ φωνή μου:-εστε βέβαιος; κα τν Γερμανν; -Κα τν Γερμανν επα. -Τί δικαιολογία ν δώσουμε; Δν χω καιρ γι συζητήσεις: -Πέστε τους πς τώρα εναι χαλασμένα τ σύρματα μ τ Βερολίνο, κι ν φωνάζουν πολ στελτε τους σ᾿ μένα. Πρα κα δωσα τ πρτο πολεμικ νακοινωθέν μας κα κατέβηκα στος δρόμους γι ν δ τ πρόσωπα. Τ πλθος σπαζε τ τζάμια τν γραφείων τς «λα Λιτόρια».

.

MNHMH A

κα θάλασσα οκ στιν τι

Κι γ στ χέρια μου μόνο μ᾿ να καλάμι
εταν ρημη νύχτα τ φεγγάρι στ χάση
κα μύριζε τ χμα π τν τελευταία βροχή.
Ψιθύρισα μνήμη που κα ν τν γγίξεις πονε.
ορανς εναι λίγος, θάλασσα δν πάρχει,
, τι σκοτώνουν τν μέρα τ᾿ δειάζουν μ κάρα πίσω π᾿ τ ράχη.

Τ δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ᾿ ατ τ φλογέρα
πο μο χάρισε νας γέροντας βοσκς πειδ το επα καλησπέρα
ο λλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμ
ξυπνον, ξυρίζουνται κι ρχίζουν μεροκάματο τ σκοτωμό,
πως κλαδεύεις χειρουργες, μεθοδικά, χωρς πάθος
πόνος νεκρς σν τν Πάτροκλο κα κανες δν κάνει λάθος.

Συλλογίστηκα ν φυσήξω να σκοπ κι πειτα ντράπηκα τν λλο κόσμο
ατν πο μ βλέπει πέρ᾿ π᾿ τ νύχτα μς π᾿ τ φς μου
πο φαίνουν τ κορμι ζωντανά, ο καρδις γυμνς
κι γάπη πο νήκει κα στς Σεμνς
καθς κα στν νθρωπο κα στν πέτρα κα στ νερ κα στ χορτάρι
κα στ ζο πο κοιτάει κατάματα τ θάνατο πο ρχεται ν τ πάρει.

τσι προχώρησα στ σκοτειν μονοπάτι
κι στριψα στ περβόλι μου κι σκαψα κι θαψα τ καλάμι
κα πάλι ψιθύρισα θ γίνει νάσταση μίαν αγή,
πς λάμπουν τν νοιξη τ δέντρα θ ροδαμίσει το ρθρου μαρμαρυγή,
θ ξαναγίνει πέλαγο κα πάλι τ κύμα θ τινάξει τν φροδίτη
εμαστε σπόρος πο πεθαίνει.
Κα μπκα στ᾿ δειανό μου τ σπίτι.

.

πιφάνια, 1937

Τ᾿ νθισμένο πέλαγο κα τ βουν στ χάση το φεγγαριο
μεγάλη πέτρα κοντ στς ραποσυκις κα τ᾿ σφοδίλια
τ σταμν πο δν θελε ν στερέψει στ τέλος τς μέρας
κα τ κλειστ κρεβάτι κοντ στ κυπαρίσσια κα τ μαλλιά σου
χρυσά· τ᾿ στρα το Κύκνου κι κενο τ᾿ στρο λδεβαράν.

Κράτησα τ ζωή μου κράτησα τ ζωή μου ταξιδεύοντας
νάμεσα στ κίτρινα δέντρα κατ τ πλάγιασμα τς βροχς
σ σιωπηλς πλαγις φορτωμένες μ τ φύλλα τς ξις,
καμι φωτι στν κορυφή τους· βραδιάζει.
Κράτησα τ ζωή μου· στ᾿ ριστερό σου χέρι μία γραμμ
μι χαρακι στ γόνατό σου, τάχα ν πάρχουν
στν μμο το περασμένου καλοκαιριο τάχα
ν μένουν κε πο φύσηξε βορις καθς κούω
γύρω στν παγωμένη λίμνη τν ξένη φωνή.
Τ πρόσωπα πο βλέπω δ ρωτον μήτε γυναίκα
περπατώντας σκυφτ βυζαίνοντας τ παιδί της.
νεβαίνω τ βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές· χιονισμένος
κάμπος, ς πέρα χιονισμένος κάμπος, τίποτε δ ρωτον
μήτε καιρς κλειστός σε βουβ ρμοκλήσια μήτε
τ χέρια πο πλώνουνται γι ν γυρέψουν, κι ο δρόμοι.
Κράτησα τ ζωή μου ψιθυριστ μέσα στν πέραντη σιωπ
δν ξέρω πι ν μιλήσω μήτε ν συλλογισθ· ψίθυροι
σν τν νάσα το κυπαρισσιο τ νύχτα κείνη
σν τν νθρώπινη φων τς νυχτερινς θάλασσας στ χαλίκια
σν τν νάμνηση τς φωνς σου λέγοντας «ετυχία».
Κλείνω τ μάτια γυρεύοντας τ μυστικ συναπάντημα τν νερν
κάτω π᾿ τν πάγο τ χαμογέλιο τς θάλασσας τ κλειστ πηγάδια
ψηλαφώντας μ τς δικές μου φλέβες τς φλέβες κενες πο μο ξεφεύγουν
κε πο τελειώνουν τ νερολούλουδα κι ατς νθρωπος
πο βηματίζει τυφλς πάνω στ χιόνι τς σιωπς.
Κράτησα τ ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας τ νερ πο σ᾿ γγίζει
στάλες βαρεις πάνω στ πράσινα φύλλα, στ πρόσωπό σου
μέσα στν δειο κπο, στάλες στν κίνητη δεξαμεν
βρίσκοντας ναν κύκνο νεκρ μέσα στ κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωνταν κα τ μάτια σου προσηλωμένα.

δρόμος ατς δν τελειώνει δν χει λλαγή, σο γυρεύεις
ν θυμηθες τ παιδικά σου χρόνια, κείνους πο φυγαν
κείνους
πο χάθηκαν μέσα στν πνο τος πελαγίσιους τάφους,
σο ζητς τ σώματα πο γάπησες ν σκύψουν
κάτω π τ σκληρ κλωνάρια τν πλατάνων κε
πο στάθηκε μία χτίδα το λιου γυμνωμένη
κα σκίρτησε νας σκύλος κα φτεροκόπησε καρδιά σου,
δρόμος δν χει λλαγή· κράτησα τ ζωή μου.
Τ χιόνι
κα τ νερ παγωμένο στ πατήματα τν λόγων.

.

Στρατς θαλλασινς νάμεσα στος γάπανθους

Δν χει σφοδίλια, μενεξέδες, μήτε άκινθους-
πς ν μιλήσεις μ τος πεθαμένους.
Ο πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τ γλώσσα τν λουλουδιν-
γι᾿ ατ σωπαίνουν
ταξιδεύουν κα σωπαίνουν, πομένουν κα σωπαίνουν
παρ δήμων νείρων, παρ δήμων νείρων.

ν ρχίσω ν τραγουδ θ φωνάξω
κι φωνάξω-
Ο γάπανθοι προστάζουν σιωπ
σηκώνοντας να χεράκι μαβιο μωρο τς ραβίας
κόμη τ πατήματα μις χήνας στν έρα.

Εναι βαρ κα δύσκολο, δέ μου φτάνουν ο ζωντανο-
πρτα γιατί δ μιλον, κι στερα
γιατί πρέπει ν ρωτήσω τος νεκρος
γι ν μπορέσω ν προχωρήσω παρακάτω.
λλις δ γίνεται, μόλις μ πάρει πνος
ο σύντροφοι κόβουνε τος σημένιους σπάγκους
κα τ φλασκ τν νέμων δειάζει.
Τ γεμίζω κι δειάζει, τ γεμίζω κι δειάζει-
ξυπν
σν τ χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στ χάσματα τς στραπς,
κι γέρας κι κατακλυσμς κα τ᾿ νθρώπινα σώματα,
κι ο γάπανθοι καρφωμένοι σν τς σαΐτες τς μοίρας
στν ξεδίψαστη γς
συγκλονισμένοι π σπασμωδικ νοήματα,
Θἄ῾λεγες εναι φορτωμένοι σ᾿ να παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σ χαλασμένους δρόμους, σ παλι καλντερίμια,
ο γάπανθοι τ᾿ σφοδίλια τν νέγρων:
Πς ν τ μάθω τούτη τ Θρησκεία;

Τ πρτο πράγμα πο κανε Θες εναι γάπη
πειτα ρχεται τ αμα
κι δίψα γι τ αμα
πο τν κεντρίζει
τ σπέρμα το κορμιο καθς τ᾿ λάτι.
Τ πρτο πράγμα πο κανε θες εναι τ μακριν ταξίδι-
κενο τ σπίτι περιμένει
μ᾿ να γαλάζιο καπν
μ᾿ να σκυλ γερασμένο
περιμένοντας γι ν ξεψυχήσει τ γυρισμό.
Μ πρέπει ν μ᾿ ρμηνέψουν ο πεθαμένοι-
εναι ο γάπανθοι πο τος κρατον μίλητους,
πως τ βάθη τς Θάλασσας τ νερ μς στ ποτήρι.
Κι ο σύντροφοι μένουν στ παλάτια τς Κίρκης-
κριβέ μου λπήνωρ! λίθιε, φτωχέ μου λπήνωρ!
, δν τος βλέπεις;
-«Βοηθστε μας!»-
Στν Ψαρν τν λόμαυρη ράχη.

Τράνσβααλ, 14 Γενάρη 42

.

Βασιλις τς σίνης

σίνην τε...
ΙΛΙΑΔΑ

Κοιτάξαμε λο τ πρω γύρω-γύρω τ κάστρο
ρχίζοντας π τ μέρος το σκιου κε πο θάλασσα
πράσινη κα χωρς ναλαμπή, τ στθος σκοτωμένου
παγονιο
Μς δέχτηκε πως καιρς χωρς κανένα χάσμα.
Ο φλέβες το βράχου κατέβαιναν π ψηλ
στριμμένα κλήματα γυμν πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ γγιγμα το νερο, καθς τ μάτι κολουθώντας τις
πάλευε ν ξεφύγει τ κουραστικ λίκνισμα
χάνοντας δύναμη λοένα.

π τ μέρος το λιου νας μακρς γιαλς λάνοιχτος
κα τ φς τρίβοντας διαμαντικ στ μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωνταν τ᾿ γριοπερίστερα φευγάτα
κι βασιλις τς σίνης πο τν γυρεύουμε δυ χρόνια
τώρα
γνωστος λησμονημένος π᾿ λους κι π τν μηρο
μόνο μία λέξη στν λιάδα κι κείνη βέβαιη
ριγμένη δ σν τν ντάφια χρυσ προσωπίδα.
Τν γγιξες, θυμσαι τν χο της; κούφιο μέσα στ φς
σν τ στεγν πιθάρι στ σκαμμένο χώμα-
κι διος χος μς στ θάλασσα μ τ κουπιά μας.
βασιλις τς σίνης να κεν κάτω π᾿ τν προσωπίδα
παντο μαζί μας παντο μαζί μας, κάτω π να νομα:
«σίνην τε... σίνην τε...»
κα τ παιδιά του γάλματα
κι ο πόθοι του φτερουγίσματα πουλιν κι γέρας
στ διαστήματα τν στοχασμν του κα τ καράβια του
ραγμένα σ᾿ φαντο λιμάνι-
κάτω π᾿ τν προσωπίδα να κενό.

Πίσω π τ μεγάλα μάτια τ καμπύλα χείλια τος βο-
στρύχους
νάγλυφα στ μαλαματένιο σκέπασμα τς παρξής μας
να σημεο σκοτειν πο ταξιδεύει σν τ ψάρι
μέσα στν αγιν γαλήνη το πελάγου κα τ βλέπεις:
να κεν παντο μαζί μας.
Κα τ πουλ πο πέταξε τν λλο χειμώνα
μ σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζως,
κι νέα γυναίκα πο φυγε ν παίξει
μ τ σκυλόδοντα το καλοκαιριο
κι ψυχ πο γύρεψε τσιρίζοντας τν κάτω κόσμο
κι τόπος σν τ μεγάλο πλατανόφυλλο πο παρασέρνει
χείμαρρος το λιου
μ τ᾿ ρχαα μνημεα κα τ σύγχρονη θλίψη.

Κι ποιητς ργοπορε κοιτάζοντας τς πέτρες κι νά-
ρωτιέται
πάρχουν ραγε
νάμεσα στς χαλασμένες τοτες γραμμς τς κμς τς
αχμς τ κολα κα τς καμπύλες
πάρχουν ραγε
δ πο συναντιέται τ πέρασμα τς βροχς το γέρα
κα τς φθορς
πάρχουν, κίνηση το προσώπου τ σχμα τς στοργς
κείνων πο λιγόστεψαν τόσο παράξενα μς στ ζωή μας
ατν πο πόμειναν σκις κυμάτων κα στοχασμο μ
τν περαντοσύνη το πελάγου
μήπως χι δν πομένει τίποτε παρ μόνο τ βάρος
νοσταλγία το βάρους μις παρξης ζωντανς
κε πο μένουμε τώρα νυπόστατοι λυγίζοντας
σν τ κλωνάρια τς φριχτς τις σωριασμένα μέσα στ
διάρκεια τς πελπισίας
ν τ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ργ βορλα ξεριζωμένα
μς στ βορκο
εκόνα μορφς πο μαρμάρωσε μ τν πόφαση μις πί-
κρας παντοτινς.
ποιητς να κενό.

σπιδοφόρος λιος νέβαινε πολεμώντας
κι π τ βάθος τς σπηλις μία νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στ φς σν τ σαΐτα πάνω στ σκουτάρι:
«σίνην τε σίνην τε...». Ν ταν ατ βασιλις τς
σίνης
πο τν γυρεύουμε τόσο προσεχτικ σ τούτη τν κρό-
πόλη
γγίζοντας κάποτε μ τ δάχτυλά μας τν φή του πάνω
στς πέτρες.

σίνη, καλοκαίρι 38 - θήνα, Γεν. 40

.

νας γέροντας στν κροποταμιά

Στν Νάνη Παναγιωτόπουλο

Κι μως πρέπει ν λογαριάσουμε πς προχωρομε.
Ν ασθάνεσαι δ φτάνει μήτε ν σκέπτεσαι μήτε ν
κινεσαι
μήτε ν κινδυνεύει τ σμα σου στν παλι πολεμίστρα,
ταν τ λάδι ζεματιστ κα τ λιωμένο μολύβι αλακώ-
νουνε τ τειχιά.

Κι μως πρέπει ν λογαριάσουμε κατ πο προχωρομε,
χι καθς πόνος μας τ θέλει κα τ πεινασμένα παι-
διά μας
κα τ χάσμα τς πρόσκλησης τν συντρόφων π τν
ντίπερα γιαλ-
μήτε καθς τ ψιθυρίζει τ μελανιασμένο φς στ πρό-
χειρο νοσοκομεο,
τ φαρμακευτικ λαμπύρισμα στ προσκέφαλο το παλι-
καριο πο χειρουργήθηκε τ μεσημέρι-
λλ μ κάποιον λλο τρόπο, μπορε ν θέλω ν π
καθς
τ μακρ ποτάμι πο βγαίνει π τς μεγάλες λίμνες τς
κλειστς βαθι στν φρικ
κα τανε κάποτε Θες κι πειτα γένηκε δρόμος κα δω-
ρητς κα δικαστς κα δέλτα-
πο δν εναι ποτές του τ διο, κατ πο δίδασκαν ο πά-
λαιο γραμματισμένοι,
κι στόσο μένει πάντα τ διο σμα, τ διο στρμα, κα
τ διο Σημεο,
διος προσανατολισμός.

Δ θέλω τίποτε λλο παρ ν μιλήσω πλά, ν μο δοθε
τούτη χάρη.
Γιατί κα τ τραγούδι τ φορτώσαμε μ τόσες μουσικς
πο σιγά-σιγά, βουλιάζει
κα τν τέχνη μας τ στολίσαμε τόσο πολ πο φαγώθηκε
π τ μαλάματα τ πρόσωπό της
κι εναι καιρς ν πομε τ λιγοστά μας λόγια γιατί
ψυχή μας αριο κάνει πανιά.

ν εναι νθρώπινος πόνος δν εμαστε νθρωποι μόνο
γι ν πονομε
γι᾿ ατ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοτες τς μέρες, τό με-
γάλο ποτάμι
ατ τ νόημα πο προχωρε νάμεσα σ βότανα καί σε
χόρτα
κα ζωνταν πο βόσκουν κα ξεδιψον κι νθρώπους πο
σπέρνουν κα πο θερίζουν
κα σ μεγάλους τάφους κόμη κα μικρς κατοικίες τν
νεκρν.
Ατ τ ρέμα πο τραβάει τ δρόμο του κα πο δν εναι
τόσο διαφορετικ π τ αμα τν νθρώπων
κι π τ μάτια τν αθρώπων ταν κοιτάζουν σια-πέρα
χωρς τ φόβο μς στν καρδιά τους,
χωρς τν καθημεριν τρεμούλα γι τ μικροπράματα
στω κα γι τ μεγάλα-
ταν κοιτάζουν σια- πέρα καθς στρατοκόπος πο συν-
ήθισε ν᾿ ναμετρ τ δρόμο του μ τ᾿ στρα,
χι πως μες, τν λλη μέρα, κοιτάζοντας τ κλειστ
περιβόλι στ κοιμισμένο ράπικο σπίτι,
πίσω π τ καφασωτά, τ δροσερ περιβολάκι ν᾿ λλά-
ζει σχμα, ν μεγαλώνει κα ν μικραίνει-
λλάζοντας καθς κοιτάζαμε, κι μες, τ σχμα το πό-
θου μας κα τς καρδις μας,
στ στάλα το μεσημεριο, μες τ πομονετικ ζυμάρι
νς κόσμου πο μς διώχνει κα πο μς πλάθει,
πιασμένοι στ πλουμισμένα δίχτυα μις ζως πο τανε
σωστ κι γινε σκόνη κα βούλιαξε μέσα στν μμο
φήνοντας πίσω της μονάχα κενο τ προσδιόριστο
λίκνισμα πο μς ζάλισε μις ψηλς φοινικις.

Κάϊρο, 20 ουνίου 42

.

π σκηνς
Δ

θάλασσα- πς γινε τσι θάλασσα;
ργησα χρόνια στ βουν-
μ τύφλωσαν ο πυγολαμπίδες.
Τώρα σ τοτο τ᾿ κρογιάλι περιμένω
ν᾿ ράξει νας νθρωπος
να πόλειμμα, μι σχεδία.

Μ μπορε ν κακοφορμίσει θάλασσα;
να δελφίνι τν σκισε μία φορ
κι κόμη μι φορ
κρη το φτερο νς γλάρου.

Κι μως ταν γλυκ τ κύμα
που πεφτα παιδ κα κολυμποσα
κι κόμη σν μουν παλικάρι
καθς ψαχνα σχήματα στ βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μο μίλησε Θαλασσινς Γέρος:
«γ εμαι τόπος σου
σως ν μν εμαι κανες
λλ μπορ ν γίνω ατ πο θέλεις».

.

Μιλοσες γι πράγματα

Μιλοσες γι πράγματα πο δν τ βλεπαν κι ατο γελοσαν

μως ν λάμνεις στ σκοτειν ποταμ
Πάνω νερ
Ν πηγαίνεις στν γνοημένο δρόμο
Στ τυφλ , πεισματάρης
Κα ν γυρεύεις λόγια ριζωμένα
Σν τ πολύροζο λιόδεντρο
φησε κι ς γελον
Κα ν ποθες ν κατοικήσει κι λλος κόσμος
Στ σημεριν πνιγερ μοναξι

φησέ τους

θαλασσινς νεμος κι δροσι τς αγς
πάρχουν χωρς ν τ ζητήσει κανένας.

.

Πάνω σ᾿ ναν ξένο στίχο

Γιργος Σεφέρης, «Πάνω σ᾿ ναν ξένο στίχο», Ποιήματα, θήνα, κδ. καρος, 1985, σσ. 87-89

Στν λλη, Χριστούγεννα 1931

Ετυχισμένος πο κανε τ ταξίδι το δυσσέα.
Ετυχισμένος ν στ ξεκίνημα, νιωθε γερ τν ρμα-
τωσι μις γάπης, πλωμένη μέσα στ κορμί του,
σν τς φλέβες που βουίζει τ αμα.

Μις γάπης μ κατέλυτο ρυθμό, κατανίκητης σάν τ
μουσικ κα παντοτινς
γιατί γεννήθηκε ταν γεννηθήκαμε κα σν πεθαίνουμε,
ν πεθαίνει, δν τ ξέρουμε οτε μες οτε λλος
κανείς.

Παρακαλ τ θε ν μ συντρέξει ν π, σ μι στιγμ
μεγάλης εδαιμονίας, ποι εναι ατ γάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος π τν ξενιτιά, κι κούω
τ μακριν βούισμά της, σν τν χ τς θάλασσας
πο σμιξε μ τ νεξήγητο δρολάπι.

Κα παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι κα πάλι, τ φάν-
τασμα το δυσσέα, μ μάτια κοκκινισμένα π το
κυμάτου τν ρμύρα
κι π τ μεστωμένο πόθο ν ξαναδε τν καπν πο
βγαίνει π τ ζεστασι το σπιτιο του κα τ σκυλί
του πο γέρασε προσμένοντας στ θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας νάμεσα στ᾿ σπρισμένα
του γένια, λόγια τς γλώσσας μας, πως τ μιλοσαν
πρν τρες χιλιάδες χρόνια.
πλώνει μία παλάμη ροζιασμένη π τ σκοινι κα τ
δοιάκι, μ δέρμα δουλεμένο π τ ξεροβόρι π τν
κάψα κι π τ χιόνια.

Θ λεγες πς θέλει ν διώξει τν περάνθρωπο Κύκλωπα
πο βλέπει μ᾿ να μάτι, τς Σειρνες πο σν τς -
κούσεις ξεχνς, τ Σκύλλα κα τ Χάρυβδη π᾿ νά-
μεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, πο δν μς φήνουν ν στοχα-
στομε πς ταν κι ατς νας νθρωπος πο πά-
λεψε μέσα στν κόσμο, μ τν ψυχ κα τ σμα.

Εναι μεγάλος δυσσέας· κενος πο επε ν γίνει τ
ξύλινο λογο κα ο χαιο κερδίσανε τν Τροία.
Φαντάζομαι πς ρχεται ν μ᾿ ρμηνέψει πς ν φτιάξω
κι γ να ξύλινο λογο γι ν κερδίσω τ δική μου
Τροία.

Γιατί μιλ ταπειν κα μ γαλήνη, χωρς προσπάθεια,
λς μ γνωρίζει σν πατέρας
ετε σν κάτι γέρους θαλασσινούς, πο κουμπισμένοι στ
δίχτυα τους, τν ρα πο χειμώνιαζε κα θύμωνε
γέρας,

μο λέγανε, στ παιδικά μου χρόνια, τ τραγούδι το
ρωτόκριτου, μ τ δάκρυα στ μάτια·
τότες πο τρόμαζα μέσα στν πνο μου κούγοντας τν
ντίδικη μοίρα τς ρετς ν κατεβαίνει τ μαρμα-
ρένια σκαλοπάτια.

Μο λέει τ δύσκολο πόνο ν νιώθεις τ πανι το καρα-
βιο σου φουσκωμένα π τ θύμηση κα τν ψυχή
σου ν γίνεται τιμόνι.
Κα ν σαι μόνος, σκοτεινς μέσα στ νύχτα κα κυβέρ-
νητος σν τ᾿ χερο στ᾿ λώνι.

Τν πίκρα ν βλέπεις τος συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στ στοιχεα, σκορπισμένους: ναν-
ναν.
Κα πόσο παράξενα ντρειεύεσαι μιλώντας μ τος πεθα-
μένους, ταν δ φτάνουν πι ο ζωντανο πο σο
πομέναν.

Μιλ... βλέπω κόμη τ χέρια του πο ξέραν ν δοκιμά-
σουν ν ταν καλ σκαλισμένη στν πλώρη γορ-
γόνα
ν μο χαρίζουν τν κύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στν καρδι το χειμνα.

.

Κι ν γέρας φυσ

Κι ν γέρας φυσ, δ μς δροσίζει
κι σκιος μένει στενς κάτω π᾿ τ κυπαρίσσια
κι λο τριγύρω νηφόρι στ βουνά.

Κι ν γέρας φυσ, δ μς δροσίζει
κι σκιος μένει στενς κάτω π᾿ τ κυπαρίσσια
κι λο τριγύρω νηφόρι στ βουνά.

Μς βαραίνουν ο φίλοι
πο δν ξέρουν πι πς ν πεθάνουν.

Κι ν γέρας φυσ, δ μς δροσίζει
κι σκιος μένει στενς κάτω π᾿ τ κυπαρίσσια
κι λο τριγύρω νηφόρι στ βουνά.

.

Τ σπίτι κοντ στ θάλασσα

Τ σπίτια πο εχα μο τ πραν.
τυχε νά ναι τ χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμο ξενιτεμο
κάποτε κυνηγς βρίσκει τ διαβατάρικα πουλι
κάποτε δν τ βρίσκει τ κυνγι
εταν καλ στ χρόνια μου, πραν πολλος τ σκάγια
ο λλοι γυρίζουν τρελαίνουνται στ καταφύγια.

Μ μο μιλς γι τ᾿ ηδόνι μήτε γι τν κορυδαλλ
μήτε γι τ μικρούλα σουσουράδα
πο γράφει νούμερα στ φς μ τν ορά της
δν ξέρω πολλ πράγματα π σπίτια
ξέρω πς χουν τ φυλή τους, τίποτε λλο.

Καινούργια στν ρχή, σν τ μωρ
πο παίζουν στ περβόλια μ τ κρόσια το λιου,
κεντον παραθυρόφυλλα χρωματιστ κα πόρτες
γυαλιστερς πάνω στ μέρα
ταν τελειώσει ρχιτέκτονας λλάζουν,
ζαρώνουν χαμογελον κόμη πεισματώνουν
μ᾿ κείνους πο μειναν μ᾿ κείνους πο φυγαν
μ᾿ λλους πο θ γυρίζανε ν μποροσαν
πο χαθκαν, τώρα πο γινε
κόσμος να πέραντο ξενοδοχεο.

Δν ξέρω πολλ πράγματα π σπίτια,
θυμμαι τ χαρά τους κα τ λύπη τους
καμι φορά, σ σταματήσω κόμη
καμι φορά, κοντ στ θάλασσα, σ κάμαρες γυμνς
μ᾿ να κρεββάτι σιδερένιο χωρς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τ βραδινν ράχνη συλλογιέμαι
πς κάποιος τοιμάζεται ν ρθε, πς τν στολίζουν
μ᾿ σπρα κα μαρα ροχα μ πολύχρωμα κοσμήματα
κα γύρω του μιλον σιγ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλι κα σκοτεινς δαντέλες,
πς τοιμάζεται ν ρθε ν μ᾿ ποχαιρετήσει

μία γυνακα λικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας π λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοσες λεξάντρεια,
π κλειστς πολιτεες σν τ ζεστ παραθυρόφυλλα,
μ ρώματα χρυσν καρπν κα βότανα,
πς νεβαίνει τ σκαλι χωρς ν βλέπει
κείνους πο κοιμήθηκαν κάτω π᾿ τ σκάλα.

Ξέρεις τ σπίτια πεισματώνουν εκολα, σν τ γυμνώσεις.

.

Μποτίλια στ πέλαγο

Τρες βράχοι λίγα καμένα πεκα κι να ρημοκλσι
κα παραπάνω
τ διο τοπίο ντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρες βράχοι σ σχμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεκα, μαρα κα κίτρινα
κι να τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στν σβέστη.
κα παραπάνω κόμη πολλς φορς
τ διο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτ
ς τν ρίζοντα ς τν οραν πο βασιλεύει.
δ ράξαμε τ καράβι ν ματίσουμε τ σπασμένα κουπιά,
ν πιομε νερ κα ν κοιμηθομε.
θάλασσα πο μς πίκρανε εναι βαθι κι νεξερεύνητη
κα ξεδιπλώνει μίαν πέραντη γαλήνη.
δ μέσα στ βότσαλα βρήκαμε να νόμισμα
κα τ παίξαμε στ ζάρια.
Τ κέρδισε μικρότερος κα χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε μ τ σπασμένα μας κουπιά.

.

.

.

.

ο Σεφέρης πάντοτε !

.

.

.

.


5 σχόλια:

Τατιάνα Καρύδη είπε...

Τελειότητα!!

foteini είπε...

@

:)

genna είπε...

μας γέμισες ποίηση... :)

καλημέρα!

όμορφο φόντο!!!!!

foteini είπε...

@
καλημερούλα :)

foteini είπε...

@
καταφύγιο
είναι η ποίηση.