Γιώργος Σεφέρης
.
.
.
.
Φωτιὲς τοῦ Ἅϊ-Γιάννη
Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει.
Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνάβουν τὶς φωτιὲς καὶ φωνάζουν μπροστὰ στὶς φλόγες μέσα στὴ ζεστὴ νύχτα
(Μήπως ἔγινε ποτὲς φωτιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἄναψε κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε)
καὶ ρίχνουν ἁλάτι μέσα στὶς φλόγες γιὰ νὰ πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων, σὰν τὰ χαϊδέψει κάποια
ἀνταύγεια).
Μὰ ἐσὺ ποὺ γνώρισες τὴ χάρη τὶς πέτρας πάνω στὸ θαλασσόδαρτο βράχο
τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε ἡ γαλήνη
ἄκουσες ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπῆς
μέσα στὸ κορμί σου
τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι-Γιάννη
ὅταν ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιές
καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.
Λονδίνο, Ἰούλιος 1932
.
[Προμετωπίδα σὲ μιὰ ἀντιγραφὴ τῶν «Ὠδῶν»]
«Θλίβει ὁ καπνὸς τὸ διάστημα γαλάζιον τῶν ἀέρων»- διαβάζω
Κάλβο, ποὺ τύπωσε στὰ ῾26 καὶ τὸν γνωρίσαμε στὰ ῾88·
καὶ ποὺ ἔμεινε ἀξομολόγητος στὰ γεροντάματα, σὰν ἕνα «ραγισμένο βάζο»,
στὰ χέρια μιᾶς γριᾶς Ἐγγλέζας δασκάλας, σύμβολο ἀκατάλυτο καὶ φριχτὸ
γιὰ ὅσους ἐπιμένουν νὰ γράφουν στίχους ἢ πρόζα ποὺ κανεὶς δὲν καταλαβαίνει,
καὶ γυρεύουν νὰ δοξαστοῦν, οἱ τυχάρπαστοι, ἀπὸ τοὺς λογάδες καὶ τοὺς σοφούς,
ἐνῶ θὰ νά ῾ταν χίλιες φορὲς προτιμότερο, καὶ ἡ τέχνη πολὺ πιὸ εὐτυχισμένη,
ἂν πήγαιναν στὴν Ἐκάλη νὰ μαζεύουν κούμαρα, ἢ στὴ Γλυφάδα νὰ ψαρεύουν ροφούς.
Τράνσβααλ, 11. 12. 1941
.
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός
«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγὲς μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας. Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας. Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν».
(Α. Ἡ Πέτρα)
.
Ὁ Μαθιὸς Πασχάλης ἀνάμεσα στὰ τριαντάφυλλα
Καπνίζω χωρὶς νὰ σταματήσω ἀπ᾿ τὸ πρωὶ
ἂν σταματήσω τὰ τριαντάφυλλα θὰ μ᾿ ἀγκαλιάσουν
μ᾿ ἀγκάθια καὶ μὲ ξεφυλλισμένα πέταλα θὰ μὲ πνίξουν
φυτρώνουν στραβὰ ὅλα μὲ τὸ ἴδιο τριανταφυλλὶ
κοιτάζουν περιμένουν νὰ ἰδοῦν κάποιον δὲν περνᾶ κανεὶς
πίσω ἀπ᾿ τὸν καπνὸ τῆς πίπας μου τὰ παρακολουθῶ
πάνω σ᾿ ἕνα κοτσάνι βαριεστισμένο χωρὶς εὐωδιά,
στὴν ἄλλη ζωὴ μία γυναίκα μοῦ ἔλεγε μπορεῖς ν᾿ ἀγγίξεις
αὐτὸ τὸ χέρι
κι εἶναι δικό σου αὐτὸ τὸ τριαντάφυλλο εἶναι δικό σου
μπορεῖς νὰ τὸ πάρεις
τώρα ἢ ἀργότερα, ὅταν θελήσεις.
Κατεβαίνω καπνίζοντας ὁλοένα, τὰ σκαλοπάτια
τὰ τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ἐρεθισμένα
κι ἔχουνε κάτι στὸ φέρσιμό τους ἀπ᾿ τὴ φωνὴ
στὴ ρίζα τῆς κραυγῆς ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει
νὰ φωνάζει ὁ ἄνθρωπος: «μάννα» ἢ «βοήθεια»
ἢ τὶς μικρὲς ἄσπρες φωνὲς τοῦ ἔρωτα.
Εἶναι ἕνας μικρὸς κῆπος ὅλο τριανταφυλλιὲς
λίγα τεραγωνικὰ μέτρα ποὺ χαμηλώνουν μαζί μου
καθὼς κατεβαίνω τὰ σκαλοπάτια, χωρὶς οὐρανὸ
κι ἡ θεία της ἔλεγε: «Ἀντιγόνη ξέχασες σήμερα τὴ γυμναστική σου
στὴν ἡλικία σου δὲ φοροῦσα κορσὲ στὴν ἐποχή μου».
Ἡ θεία της ἦταν ἕνα θλιβερὸ κορμὶ μ᾿ ἀνάγλυφες φλέβες
εἶχε πολλὲς ρυτίδες γύρω στ᾿ αὐτιὰ μία ἑτοιμοθάνατη μύτη
ἀλλὰ τὰ λόγια της ἦταν γεμάτα φρόνηση πάντα.
Τὴν εἶδα μία μέρα νὰ ῾γγίζει τὸ στῆθος τῆς Ἀντιγόνης
σὰν τὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ κλέβει ἕνα μῆλο.
Τάχα θὰ τὴ συναπαντήσω τὴ γριὰ γυναίκα ἔτσι ποὺ κατεβαίνω;
Μοῦ εἶπε σὰν ἔφυγα: «Ποιὸς ξέρει πότε θὰ ξαναβρεθοῦμε»
κι ἔπειτα διάβασα τὸ θάνατό της σὲ παλιὲς ἐφημερίδες
τὸ γάμο τῆς Ἀντιγόνης καὶ τὸ γάμο τῆς κόρης τῆς Ἀντιγόνης
χωρὶς νὰ τελειώσουν τὰ σκαλοπάτια μήτε ὁ καπνός μου
ποὺ μοῦ δίνει μία γέψη στοιχειωμένου καραβιοῦ
μὲ μιὰ γοργόνα σταυρωμένη τότες ποὺ εἴταν ὄμορφη, πάνω στὸ τιμόνι.
Κορυτσά, καλοκαίρι ῾37
.
Μέρες Γ´ 16 Ἀπρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940
[ΑΘΗΝΑ-1977-ΙΚΑΡΟΣ]
Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δυὸ τὸ πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στὶς τρεῖς καὶ μισὴ μία φωνὴ μέσα ἀπὸ τὸ τηλέφωνο μὲ ξύπνησε: «ἔχουμε πόλεμο». Τίποτε ἄλλο, ὁ κόσμος εἶχε ἀλλάξει. Ἡ αὐγή, ποὺ λίγο ἀργότερα εἶδα νὰ χαράζει πίσω ἀπὸ τὸν Ὑμηττό, ἦταν ἄλλη αὐγή: ἄγνωστη. Περιμένει ἀκόμη ἐκεῖ ποὺ τὴν ἄφησα. Δὲν ξέρω πόσο θὰ περιμένει, ἀλλὰ ξέρω πὼς θὰ φέρει τὸ μεγάλο μεσημέρι. Ντύθηκα κι ἔφυγα ἀμέσως.
Στὸ Ὑπουργεῖο Τύπου δυό-τρεῖς ὑπάλληλοι. Ὁ Γκράτσι εἶχε δεῖ τὸν Μεταξὰ στὶς τρεῖς. Τοῦ ἔδωσε μία νότα καὶ τοῦ εἶπε πὼς στὶς 6 τὰ ἰταλικὰ στρατεύματα θὰ προχωρήσουν. Ὁ πρόεδρος τοῦ ἀποκρίθηκε πὼς αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ κήρυξη πολέμου, καὶ ὅταν ἔφυγε κάλεσε τὸν πρέσβη τῆς Ἀγγλίας. Ἀμέσως μετὰ τὸν Νικολούδη στὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν. Ὁ πρόεδρος ἦταν μέσα μὲ τὸν πρέσβη τῆς Τουρκίας.
Στὸ γραφεῖο τοῦ Μαυρουδῆ, ὁ Μελᾶς ἔγραφε σπασμωδικὰ ἕνα τηλεγράφημα. Ὁ Μαυρουδῆς μέσα στὸ παλτό του σὰν ἕνα μικρὸ σακούλι. Διάβασα τὴ νότα τοῦ Γκράτσι. Ὁ Γάφος κι ὁ Παπαδάκης τηλεφωνοῦσαν. Καθὼς ἑτοίμαζα τὸ τηλεγράφημα τοῦ Ἀθηναϊκοῦ πρακτορείου, μπῆκε ὁ Τοῦρκος πρέσβης γιὰ νὰ ἰδεῖ τὴ νότα καὶ σὲ λίγο ὁ πρόεδρος μὲ ὄψη πολὺ ζωντανή.
Ἔπειτα ἄρχισαν νὰ φτάνουν οἱ ὑπουργοί, χλωμοὶ περισσότερο ἢ λιγότερο, καθένας κατὰ τὴν κράση του. Τὸ ὑπουργικὸ συμβούλιο κράτησε λίγο. Ὁ Μεταξᾶς πῆγε ἀμέσως στὸ γραφεῖο του κι ἔγραψε τὸ διάγγελμα στὸ λαό. Τὸ πήραμε καὶ γυρίσαμε στὸ ὑπουργεῖο τύπου. Μέσα ἀπὸ τὰ τζάμια τοῦ αὐτοκινήτου, ἡ αὐγὴ μ᾿ ἕνα παράξενο μυστήριο χυμένο στὸ πρόσωπό της.
Ἔγραψα μαζὶ μὲ τὸ Νικολούδη τὸ διάγγελμα τοῦ βασιλιᾶ. Καμιὰ δακτυλογράφος ἀκόμη. Πῆγα σπίτι μία στιγμὴ καὶ τὸ χτύπησα στὴ γραφομηχανή μου. Ἡ Μάρω μοῦ εἶχε ἑτοιμάσει καφέ. Γύρισα στὸ Ὑπουργεῖο καθὼς σφύριζαν οἱ σειρῆνες. Στὴ γωνία Κυδαθηναίων μιὰ φτωχὴ γυναίκα μὲ μιὰ ὑστερικὴ σύσπαση στὸ πρόσωπο. Τώρα ὅλοι μαζεμένοι στὰ ὑπόγεια τῆς «Μεγάλης Βρετανίας».
Ὁ βασιλιὰς μὲ ὕφος νέου ἀξιωματικοῦ. Ὑπόγραψε τὸ διάγγελμά του καὶ φύγαμε. Τηλεφώνησα στὸ τηλεγραφεῖο νὰ σταματήσουν τὰ τηλεγραφήματα καὶ τῶν Γερμανῶν ἀνταποκριτῶν. Οἱ ὑπάλληλοι ἐκεῖ εἶναι ἀκόμη οὐδέτεροι. Δὲν μποροῦν νὰ πιστέψουν τὴ φωνή μου:-εἶστε βέβαιος; καὶ τῶν Γερμανῶν; -Καὶ τῶν Γερμανῶν εἶπα. -Τί δικαιολογία νὰ δώσουμε; Δὲν ἔχω καιρὸ γιὰ συζητήσεις: -Πέστε τους πὼς τώρα εἶναι χαλασμένα τὰ σύρματα μὲ τὸ Βερολίνο, κι ἂν φωνάζουν πολὺ στεῖλτε τους σ᾿ ἐμένα. Πῆρα καὶ ἔδωσα τὸ πρῶτο πολεμικὸ ἀνακοινωθέν μας καὶ κατέβηκα στοὺς δρόμους γιὰ νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπα. Τὸ πλῆθος ἔσπαζε τὰ τζάμια τῶν γραφείων τῆς «Ἄλα Λιτόρια».
.
MNHMH A´
καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι
Κι ἐγὼ στὰ χέρια μου μόνο μ᾿ ἕνα καλάμι
εἴταν ἔρημη ἡ νύχτα τὸ φεγγάρι στὴ χάση
καὶ μύριζε τὸ χῶμα ἀπὸ τὴν τελευταία βροχή.
Ψιθύρισα ἡ μνήμη ὅπου καὶ νὰ τὴν ἀγγίξεις πονεῖ.
ὁ οὐρανὸς εἶναι λίγος, θάλασσα δὲν ὑπάρχει,
ὅ, τι σκοτώνουν τὴν μέρα τ᾿ ἀδειάζουν μὲ κάρα πίσω ἀπ᾿ τὴ ράχη.
Τὰ δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ᾿ αὐτὴ τὴ φλογέρα
ποὺ μοῦ χάρισε ἕνας γέροντας βοσκὸς ἐπειδὴ τοῦ εἶπα καλησπέρα
οἱ ἄλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμὸ
ξυπνοῦν, ξυρίζουνται κι ἀρχίζουν μεροκάματο τὸ σκοτωμό,
ὅπως κλαδεύεις ἢ χειρουργεῖς, μεθοδικά, χωρὶς πάθος
ὁ πόνος νεκρὸς σὰν τὸν Πάτροκλο καὶ κανεὶς δὲν κάνει λάθος.
Συλλογίστηκα νὰ φυσήξω ἕνα σκοπὸ κι ἔπειτα ντράπηκα τὸν ἄλλο κόσμο
αὐτὸν ποὺ μὲ βλέπει πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴ νύχτα μὲς ἀπ᾿ τὸ φῶς μου
ποὺ ὑφαίνουν τὰ κορμιὰ ζωντανά, οἱ καρδιὲς γυμνὲς
κι ἡ ἀγάπη ποὺ ἀνήκει καὶ στὶς Σεμνὲς
καθὼς καὶ στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν πέτρα καὶ στὸ νερὸ καὶ στὸ χορτάρι
καὶ στὸ ζῶο ποὺ κοιτάει κατάματα τὸ θάνατο ποὺ ἔρχεται νὰ τὸ πάρει.
Ἔτσι προχώρησα στὸ σκοτεινὸ μονοπάτι
κι ἔστριψα στὸ περβόλι μου κι ἔσκαψα κι ἔθαψα τὸ καλάμι
καὶ πάλι ψιθύρισα θὰ γίνει ἀνάσταση μίαν αὐγή,
πὼς λάμπουν τὴν ἄνοιξη τὰ δέντρα θὰ ροδαμίσει τοῦ ὄρθρου ἡ μαρμαρυγή,
θὰ ξαναγίνει πέλαγο καὶ πάλι τὸ κύμα θὰ τινάξει τὴν Ἀφροδίτη
εἴμαστε ὁ σπόρος ποὺ πεθαίνει.
Καὶ μπῆκα στ᾿ ἀδειανό μου τὸ σπίτι.
.
Ἐπιφάνια, 1937
Τ᾿ ἀνθισμένο πέλαγο καὶ τὰ βουνὰ στὴ χάση τοῦ φεγγαριοῦ
ἡ μεγάλη πέτρα κοντὰ στὶς ἀραποσυκιὲς καὶ τ᾿ ἀσφοδίλια
τὸ σταμνὶ ποὺ δὲν ἤθελε νὰ στερέψει στὸ τέλος τῆς μέρας
καὶ τὸ κλειστὸ κρεβάτι κοντὰ στὰ κυπαρίσσια καὶ τὰ μαλλιά σου
χρυσά· τ᾿ ἄστρα τοῦ Κύκνου κι ἐκεῖνο τ᾿ ἄστρο ὁ Ἀλδεβαράν.
Κράτησα τὴ ζωή μου κράτησα τὴ ζωή μου ταξιδεύοντας
ἀνάμεσα στὰ κίτρινα δέντρα κατὰ τὸ πλάγιασμα τῆς βροχῆς
σὲ σιωπηλὲς πλαγιὲς φορτωμένες μὲ τὰ φύλλα τῆς ὀξιᾶς,
καμιὰ φωτιὰ στὴν κορυφή τους· βραδιάζει.
Κράτησα τὴ ζωή μου· στ᾿ ἀριστερό σου χέρι μία γραμμὴ
μιὰ χαρακιὰ στὸ γόνατό σου, τάχα νὰ ὑπάρχουν
στὴν ἄμμο τοῦ περασμένου καλοκαιριοῦ τάχα
νὰ μένουν ἐκεῖ ποὺ φύσηξε ὁ βοριὰς καθὼς ἀκούω
γύρω στὴν παγωμένη λίμνη τὴν ξένη φωνή.
Τὰ πρόσωπα ποὺ βλέπω δὲ ρωτοῦν μήτε ἡ γυναίκα
περπατώντας σκυφτὴ βυζαίνοντας τὸ παιδί της.
Ἀνεβαίνω τὰ βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές· ὁ χιονισμένος
κάμπος, ὡς πέρα ὁ χιονισμένος κάμπος, τίποτε δὲ ρωτοῦν
μήτε ὁ καιρὸς κλειστός σε βουβὰ ἐρμοκλήσια μήτε
τὰ χέρια ποὺ ἀπλώνουνται γιὰ νὰ γυρέψουν, κι οἱ δρόμοι.
Κράτησα τὴ ζωή μου ψιθυριστὰ μέσα στὴν ἀπέραντη σιωπὴ
δὲν ξέρω πιὰ νὰ μιλήσω μήτε νὰ συλλογισθῶ· ψίθυροι
σὰν τὴν ἀνάσα τοῦ κυπαρισσιοῦ τὴ νύχτα ἐκείνη
σὰν τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς νυχτερινῆς θάλασσας στὰ χαλίκια
σὰν τὴν ἀνάμνηση τῆς φωνῆς σου λέγοντας «εὐτυχία».
Κλείνω τὰ μάτια γυρεύοντας τὸ μυστικὸ συναπάντημα τῶν νερῶν
κάτω ἀπ᾿ τὸν πάγο τὸ χαμογέλιο τῆς θάλασσας τὰ κλειστὰ πηγάδια
ψηλαφώντας μὲ τὶς δικές μου φλέβες τὶς φλέβες ἐκεῖνες ποὺ μοῦ ξεφεύγουν
ἐκεῖ ποὺ τελειώνουν τὰ νερολούλουδα κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος
ποὺ βηματίζει τυφλὸς πάνω στὸ χιόνι τῆς σιωπῆς.
Κράτησα τὴ ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας τὸ νερὸ ποὺ σ᾿ ἀγγίζει
στάλες βαρειὲς πάνω στὰ πράσινα φύλλα, στὸ πρόσωπό σου
μέσα στὸν ἄδειο κῆπο, στάλες στὴν ἀκίνητη δεξαμενὴ
βρίσκοντας ἕναν κύκνο νεκρὸ μέσα στὰ κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανὰ καὶ τὰ μάτια σου προσηλωμένα.
Ὁ δρόμος αὐτὸς δὲν τελειώνει δὲν ἔχει ἀλλαγή, ὅσο γυρεύεις
νὰ θυμηθεῖς τὰ παιδικά σου χρόνια, ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
ἐκείνους
ποὺ χάθηκαν μέσα στὸν ὕπνο τοὺς πελαγίσιους τάφους,
ὅσο ζητᾶς τὰ σώματα ποὺ ἀγάπησες νὰ σκύψουν
κάτω ἀπὸ τὰ σκληρὰ κλωνάρια τῶν πλατάνων ἐκεῖ
ποὺ στάθηκε μία ἀχτίδα τοῦ ἥλιου γυμνωμένη
καὶ σκίρτησε ἕνας σκύλος καὶ φτεροκόπησε ἡ καρδιά σου,
ὁ δρόμος δὲν ἔχει ἀλλαγή· κράτησα τὴ ζωή μου.
Τὸ χιόνι
καὶ τὸ νερὸ παγωμένο στὰ πατήματα τῶν ἀλόγων.
.
Ὁ Στρατὴς ὁ θαλλασινὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀγάπανθους
Δὲν ἔχει ἀσφοδίλια, μενεξέδες, μήτε ὑάκινθους-
πῶς νὰ μιλήσεις μὲ τοὺς πεθαμένους.
Οἱ πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τὴ γλώσσα τῶν λουλουδιῶν-
γι᾿ αὐτὸ σωπαίνουν
ταξιδεύουν καὶ σωπαίνουν, ὑπομένουν καὶ σωπαίνουν
παρὰ δήμων ὀνείρων, παρὰ δήμων ὀνείρων.
Ἂν ἀρχίσω νὰ τραγουδῶ θὰ φωνάξω
κι ἂ φωνάξω-
Οἱ ἀγάπανθοι προστάζουν σιωπὴ
σηκώνοντας ἕνα χεράκι μαβιοῦ μωροῦ τῆς Ἀραβίας
ἢ ἀκόμη τὰ πατήματα μιᾶς χήνας στὸν ἀέρα.
Εἶναι βαρὺ καὶ δύσκολο, δέ μου φτάνουν οἱ ζωντανοὶ-
πρῶτα γιατί δὲ μιλοῦν, κι ὕστερα
γιατί πρέπει νὰ ρωτήσω τοὺς νεκροὺς
γιὰ νὰ μπορέσω νὰ προχωρήσω παρακάτω.
Ἀλλιῶς δὲ γίνεται, μόλις μὲ πάρει ὁ ὕπνος
οἱ σύντροφοι κόβουνε τοὺς ἀσημένιους σπάγκους
καὶ τὸ φλασκὶ τῶν ἀνέμων ἀδειάζει.
Τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει, τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει-
ξυπνῶ
σὰν τὸ χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στὰ χάσματα τῆς ἀστραπῆς,
κι ὁ ἀγέρας κι ὁ κατακλυσμὸς καὶ τ᾿ ἀνθρώπινα σώματα,
κι οἱ ἀγάπανθοι καρφωμένοι σὰν τὶς σαΐτες τῆς μοίρας
στὴν ἀξεδίψαστη γῆς
συγκλονισμένοι ἀπὸ σπασμωδικὰ νοήματα,
Θἄ῾λεγες εἶναι φορτωμένοι σ᾿ ἕνα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σὲ χαλασμένους δρόμους, σὲ παλιὰ καλντερίμια,
οἱ ἀγάπανθοι τ᾿ ἀσφοδίλια τῶν νέγρων:
Πῶς νὰ τὴ μάθω ἐτούτη τὴ Θρησκεία;
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀγάπη
ἔπειτα ἔρχεται τὸ αἷμα
κι ἡ δίψα γιὰ τὸ αἷμα
ποὺ τὴν κεντρίζει
τὸ σπέρμα τοῦ κορμιοῦ καθὼς τ᾿ ἁλάτι.
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ θεὸς εἶναι τὸ μακρινὸ ταξίδι-
ἐκεῖνο τὸ σπίτι περιμένει
μ᾿ ἕνα γαλάζιο καπνὸ
μ᾿ ἕνα σκυλὶ γερασμένο
περιμένοντας γιὰ νὰ ξεψυχήσει τὸ γυρισμό.
Μὰ πρέπει νὰ μ᾿ ἀρμηνέψουν οἱ πεθαμένοι-
εἶναι οἱ ἀγάπανθοι ποὺ τοὺς κρατοῦν ἀμίλητους,
ὅπως τὰ βάθη τῆς Θάλασσας ἢ τὸ νερὸ μὲς στὸ ποτήρι.
Κι οἱ σύντροφοι μένουν στὰ παλάτια τῆς Κίρκης-
ἀκριβέ μου Ἐλπήνωρ! Ἠλίθιε, φτωχέ μου Ἐλπήνωρ!
Ἤ, δὲν τοὺς βλέπεις;
-«Βοηθῆστε μας!»-
Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη.
Τράνσβααλ, 14 Γενάρη ῾42
.
Ὁ Βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης
Ἀσίνην τε...
ΙΛΙΑΔΑ
Κοιτάξαμε ὅλο τὸ πρωὶ γύρω-γύρω τὸ κάστρο
ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἴσκιου ἐκεῖ ποὺ ἡ θάλασσα
πράσινη καὶ χωρὶς ἀναλαμπή, τὸ στῆθος σκοτωμένου
παγονιοῦ
Μᾶς δέχτηκε ὅπως ὁ καιρὸς χωρὶς κανένα χάσμα.
Οἱ φλέβες τοῦ βράχου κατέβαιναν ἀπὸ ψηλὰ
στριμμένα κλήματα γυμνὰ πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ ἄγγιγμα τοῦ νεροῦ, καθὼς τὸ μάτι ἀκολουθώντας τις
πάλευε νὰ ξεφύγει τὸ κουραστικὸ λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ὁλοένα.
Ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρὺς γιαλὸς ὁλάνοιχτος
καὶ τὸ φῶς τρίβοντας διαμαντικὰ στὰ μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανὸ τ᾿ ἀγριοπερίστερα φευγάτα
κι ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ποὺ τὸν γυρεύουμε δυὸ χρόνια
τώρα
ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπὸ τὸν Ὅμηρο
μόνο μία λέξη στὴν Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη
ριγμένη ἐδῶ σὰν τὴν ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα.
Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της; κούφιο μέσα στὸ φῶς
σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμμένο χώμα-
κι ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.
Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα
παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω ἀπὸ ἕνα ὄνομα:
«Ἀσίνην τε... Ἀσίνην τε...»
καὶ τὰ παιδιά του ἀγάλματα
κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας
στὰ διαστήματα τῶν στοχασμῶν του καὶ τὰ καράβια του
ἀραγμένα σ᾿ ἄφαντο λιμάνι-
κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα ἕνα κενό.
Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βο-
στρύχους
ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας
ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι
μέσα στὴν αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:
ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.
Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμώνα
μὲ σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωῆς,
κι ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει
μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ
κι ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο
κι ὁ τόπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασέρνει
ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου
μὲ τ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.
Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι ἀνά-
ρωτιέται
ὑπάρχουν ἄραγε
ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς τὶς ἀκμὲς τὶς
αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες
ὑπάρχουν ἄραγε
ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα
καὶ τῆς φθορᾶς
ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς
ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας
αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ μὲ
τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου
ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος
ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς
ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας
σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ
διάρκεια τῆς ἀπελπισίας
ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα
μὲς στὸ βοῦρκο
εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πί-
κρας παντοτινῆς.
Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό.
Ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πολεμώντας
κι ἀπὸ τὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς μία νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στὸ φῶς σὰν τὴ σαΐτα πάνω στὸ σκουτάρι:
«Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε...». Νἄ ῾ταν αὐτὴ ὁ βασιλιὰς τῆς
Ἀσίνης
ποὺ τὸν γυρεύουμε τόσο προσεχτικὰ σὲ τούτη τὴν ἀκρό-
πόλη
ἀγγίζοντας κάποτε μὲ τὰ δάχτυλά μας τὴν ὑφή του πάνω
στὶς πέτρες.
Ἀσίνη, καλοκαίρι ῾38 - Ἀθήνα, Γεν. ῾40
.
Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιά
Στὸν Νάνη Παναγιωτόπουλο
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.
Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει μήτε νὰ σκέπτεσαι μήτε νὰ
κινεῖσαι
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα,
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι αὐλακώ-
νουνε τὰ τειχιά.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε κατὰ ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθὼς ὁ πόνος μας τὸ θέλει καὶ τὰ πεινασμένα παι-
διά μας
καὶ τὸ χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπὸ τὸν
ἀντίπερα γιαλὸ-
μήτε καθὼς τὸ ψιθυρίζει τὸ μελανιασμένο φῶς στὸ πρό-
χειρο νοσοκομεῖο,
τὸ φαρμακευτικὸ λαμπύρισμα στὸ προσκέφαλο τοῦ παλι-
καριοῦ ποὺ χειρουργήθηκε τὸ μεσημέρι-
ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, μπορεῖ νὰ θέλω νὰ πῶ
καθὼς
τὸ μακρὺ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς
κλειστὲς βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε Θεὸς κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δω-
ρητὴς καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα-
ποὺ δὲν εἶναι ποτές του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ πά-
λαιοὶ γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα, καὶ
τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός.
Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καὶ τὸ τραγούδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγά-σιγά, βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.
Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο
γιὰ νὰ πονοῦμε
γι᾿ αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τὶς μέρες, τό με-
γάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καί σε
χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ
σπέρνουν καὶ ποὺ θερίζουν
καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν
νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι
τόσο διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν αὐθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα
χωρὶς τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ
ἔστω καὶ γιὰ τὰ μεγάλα-
ὅταν κοιτάζουν ἴσια- πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος ποὺ συν-
ήθισε ν᾿ ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ᾿ ἄστρα,
ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ
περιβόλι στὸ κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν᾿ ἀλλά-
ζει σχῆμα, νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει-
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τὸ σχῆμα τοῦ πό-
θου μας καὶ τῆς καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι
ἑνὸς κόσμου ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,
πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε
σωστὴ κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
λίκνισμα ποὺ μᾶς ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.
Κάϊρο, 20 Ἰουνίου ῾42
.
Ἐπὶ σκηνῆς
Δ´
Ἡ θάλασσα- πῶς ἔγινε ἔτσι ἡ θάλασσα;
Ἄργησα χρόνια στὰ βουνὰ-
μὲ τύφλωσαν οἱ πυγολαμπίδες.
Τώρα σὲ τοῦτο τ᾿ ἀκρογιάλι περιμένω
ν᾿ ἀράξει ἕνας ἄνθρωπος
ἕνα ὑπόλειμμα, μιὰ σχεδία.
Μὰ μπορεῖ νὰ κακοφορμίσει ἡ θάλασσα;
Ἕνα δελφίνι τὴν ἔσκισε μία φορὰ
κι ἀκόμη μιὰ φορὰ
ἡ ἄκρη τοῦ φτεροῦ ἑνὸς γλάρου.
Κι ὅμως ἦταν γλυκὸ τὸ κύμα
ὅπου ἔπεφτα παιδὶ καὶ κολυμποῦσα
κι ἀκόμη σὰν ἤμουν παλικάρι
καθὼς ἔψαχνα σχήματα στὰ βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μοῦ μίλησε ὁ Θαλασσινὸς Γέρος:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ τόπος σοὺυ
ἴσως νὰ μὴν εἶμαι κανεὶς
ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις».
.
Μιλοῦσες γιὰ πράγματα
Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τἄ ῾βλεπαν κι αὐτοὶ γελοῦσαν
Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
Πάνω νερὰ
Νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
Στὰ τυφλὰ , πεισματάρης
Καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
Σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο
Ἄφησε κι ἂς γελοῦν
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
Στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
Ἄφησέ τους
Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
Ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.
.
Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο
Γιῶργος Σεφέρης, «Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο», Ποιήματα, Ἀθήνα, ἔκδ. Ἴκαρος, 1985, σσ. 87-89
Στὴν Ἕλλη, Χριστούγεννα 1931
Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἁρμα-
τωσιὰ μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του,
σὰν τὶς φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.
Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σάν τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατί γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος
κανείς.
Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.
Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάν-
τασμα τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπὸ τοῦ
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ ποὺ
βγαίνει ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ σκυλί
του ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ᾿ ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια τῆς γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μία παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.
Θἄ ῾λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ᾿ ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀ-
κούσεις ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ᾿ ἀνά-
μεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ στοχα-
στοῦμε πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πά-
λεψε μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας· ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ
ξύλινο ἄλογο καὶ οἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πῶς ἔρχεται νὰ μ᾿ ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω
κι ἐγὼ ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μου
Τροία.
Γιατί μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ
ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ
Ἐρωτόκριτου, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια·
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας τὴν
ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμα-
ρένια σκαλοπάτια.
Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καρα-
βιοῦ σου φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή
σου νὰ γίνεται τιμόνι.
Καὶ νἄ ῾σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρ-
νητος σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλώνι.
Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στὰ στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-
ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθα-
μένους, ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ
ἀπομέναν.
Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμά-
σουν ἂν ἦταν καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γορ-
γόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα.
.
Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ
Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ, δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνηφόρι στὰ βουνά.
Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ, δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνηφόρι στὰ βουνά.
Μᾶς βαραίνουν οἱ φίλοι
ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς νὰ πεθάνουν.
Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ, δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνηφόρι στὰ βουνά.
.
Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα
Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μοῦ τὰ πῆραν.
Ἔτυχε νά ῾ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει τὸ κυνῆγι
εἴταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾷς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χαθῆκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.
Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεββάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει
ἢ μία γυναῖκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παραθυρόφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πῶς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.
Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.
.
Μποτίλια στὸ πέλαγο
Τρεῖς βράχοι λίγα καμένα πεῦκα κι ἕνα ρημοκλῆσι
καὶ παραπάνω
τὸ ἴδιο τοπίο ἀντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεῖς βράχοι σὲ σχῆμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεῦκα, μαῦρα καὶ κίτρινα
κι ἕνα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στὸν ἀσβέστη.
καὶ παραπάνω ἀκόμη πολλὲς φορὲς
τὸ ἴδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτὰ
ὡς τὸν ὁρίζοντα ὡς τὸν οὐρανὸ ποὺ βασιλεύει.
Ἐδῶ ἀράξαμε τὸ καράβι νὰ ματίσουμε τὰ σπασμένα κουπιά,
νὰ πιοῦμε νερὸ καὶ νὰ κοιμηθοῦμε.
Ἡ θάλασσα ποὺ μᾶς πίκρανε εἶναι βαθιὰ κι ἀνεξερεύνητη
καὶ ξεδιπλώνει μίαν ἀπέραντη γαλήνη.
Ἐδῶ μέσα στὰ βότσαλα βρήκαμε ἕνα νόμισμα
καὶ τὸ παίξαμε στὰ ζάρια.
Τὸ κέρδισε ὁ μικρότερος καὶ χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε μὲ τὰ σπασμένα μας κουπιά.
.
.
.
.
ο Σεφέρης πάντοτε !
.
.
.
.
5 σχόλια:
Τελειότητα!!
@
:)
μας γέμισες ποίηση... :)
καλημέρα!
όμορφο φόντο!!!!!
@
καλημερούλα :)
@
καταφύγιο
είναι η ποίηση.
Δημοσίευση σχολίου