Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010
mikremoumozart,
δεν άρχισε μάλλον, καλά η χρονιά...
στο μεταξύ, σήμερα μας τελειώνει το g cast.
ξαναδημοσίευσα μιά τελική επιλογή , 100 περίπου τραγούδια από τα χίλια τόσα...
δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω...
μου πήρε απόψε όλο το βράδυ ως τώρα, μετά την εκδήλωση της ΕΛΜΕ.
συνάντησα εκεί, όλους τους παλιούς φίλους, συνεργάτες, όλων των περασμένων χρόνων.
τι ασφαλής που είναι εκείνη η εργασιακή αγκαλιά !
τι ζεστές αγκαλιές...
τι αληθινές...
τέλος πάντων... τι να λέμε τώρα ;...
άειντε, μικρέμουμότσαρτ, πάμε για ύπνο, σιγά σιγά.
.
.
.
.
Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010
Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010
Δύσκολη μέρα η σημερινή ...
.
Ξαναδιαβάζω τις σημειώσεις μου, των περασμένων χρόνων ...
«Διάβασα τους Ελβετούς Ροβινσώνες του Johan Wyss, είκοσι, ίσως και τριάντα φορές, στα παιδικά μου χρόνια. Απ’ τα βιβλία, που λάτρεψα.
Θυμάμαι, μια φορά, που είχε έρθει ολοήμερη επίσκεψη στο σπίτι, να μας δει η πρώτη ξαδέρφη του πατέρα μου, η θεία Αννιώ, - προφανώς για να ησυχάσουν οι μεγάλοι απ’ τα παιχνίδια μας, καταμεσήμερο καλοκαιριού-, μας έβαλαν για ύπνο στο δικό μου κρεβάτι να κοιμηθούμε, τον ξάδερφό μου, τον Βασίλη, κανα δυό χρόνια μικρότερό μου, κι εμένα, θα μουν δε θα μουν τότε δέκα χρονώ.
Για να τον κοιμήσω και να μ’ αφίσει ήσυχη, άρχισα η καλή σου σοβαρά σοβαρά να του διαβάζω τους Ελβετούς Ροβινσώνες. Η πρώτη φράση του βιβλίου, πρέπει να ήταν «Θαλασσοδερνόμαστε πολλές ημέρες ...».
και να, σήμερα, που εκείνος ο τρελο μικρούλης, μ’ αφήνει να τον σφίξω στην αγκαλιά μου και ακουμπάει τα γκρίζα του μαλάκια στον ώμο μου
η παιδική ηλικία κι η αθωότητα, φεύγουνε, όταν φεύγουν οι μανάδες ...
όταν φεύγουν οι μανάδες, είναι ένα δυνατό ΚΡΑΚ στην καρδιά
κι ένα χαμήλωμα του κεφαλιού ...
à Dio, καλή μας Αννιώ, των παιδικών χρόνων ...
τι άλλο είχαμε σήμερα ;
α ! σήμερα είχαμε οριστικά και αλλαγή δουλειάς .
μαθημένοι όμως απ’ αυτά, είναι οι μικροί στρατιώτες ...
γιατί,
αν μπαίνουν σοβαρά εμπόδια στο κάμωμα της δουλειάς,
οφείλεις
αν δεν είσαι λαμόγιο
κι αν η γλώσσα σου δεν είναι ξύλινη, μα αληθινή,
τότε οφείλεις
να μη σιωπάς,
να μην κοιτάς πρώτα το δικό σου βόλεμα,
μα να διεκδικείς, ώστε να γίνεται η δουλειά σωστά ...
κι όταν αυτό δεν είναι μπορετό,
οφείλεις τότε
να αποχωρείς,
με σέβας για τη δουλειά και με περηφάνεια .
«Διαλέγω τον ανήφορο, γιατί κατά κει με σπρώχνει η καρδιά μου»
Τι άλλο έχουμε;
«εσύ εκεί,
εγώ αλλού ...»
η ευχή μου
εκεί...
mikremoumozart ...
θα
έρθουν
και
καλύτερες
μέρες ...
Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010
Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει.
Μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει,
πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης
.
Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει.
Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματό μας.
Δεν ξενοδουλεύουμε. Εμείς είμαστε οι αφέντες.
Το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας και αίμα μας.
Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε, πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί, τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι ιδέες ανηφορίζουν στην κεφαλή μας
.
Aφουγκράζου: Στον ύπνο, στον έρωτα, στη δημιουργία, σε μια αφιλόκερδή σου περήφανη πράξη ή μέσα σε βαθιά, απελπισμένη σιωπή, ξάφνου, μπορεί ν’ ακούσεις την Κραυγή και να κινήσεις.
.
Διαλέγω τον ανήφορο, γιατί κατά κει με σπρώχνει η καρδιά μου. «Απάνω! Απάνω! Απάνω!» φωνάζει η καρδιά μου, και την ακολουθώ
μ’ εμπιστοσύνη
.
.
.
Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010
Θάλασσα τα τραγούδια !
Pêle- mêle
Σταχυ ο λογήματα…
.
.
είχα ξεμείνει από τσιγάρα και συμπόνοια
μα ένα αγόρι έχει την αγάπη για ντροπή
εσύ με βλέπεις σαν τα μικρόβια
ούτε πώς νιώθω, ούτε τι αγώνα δίνω
μοιάζει ο χρόνος με βουνό, κι όλη η ζωή είναι ψέμα
δίνω μιά στο μυαλό, για να σε φτάσω
μιά βουτιά στο κενό, να σε τρομάξω
όταν θα νιώθεις μοναξιά
όταν το σπίτι θα είναι άδειο
θα χεις εμένα συντροφιά
και θα σου δίνω εγώ κουράγιο
μονάχα εσύ να σαι καλά
μη δω στα μάτια σου ούτε δάκρυ !
λιώνω σα φλόγα την αυγή, σαν με κοιτάς
πεθαίνω για σένα
κι ας είσαι απάτη
δεν πα να είσαι ψέμα, εγώ σε λέω αγάπη
σ’ έχω ώρες ώρες , μα το θεό,
τόσο πολύ ανάγκη
που τρέχουν απ’ τα μάτια μου θάλασσες και πελάγη
σ’ αγαπώ, είμ’ εδώ κι επιμένω
να γκρεμίζω τα τείχη που χτίζεις
όταν θα έχεις μ’ ένα σύννεφο δεσμό
και μόνο σύμμαχο τον εαυτό σου
εγώ να ξέρεις θα τραβιέμαι γύρω εδώ
εγώ να ξέρεις θα μαι πάντα ο άνθρωπός σου
δε μίλαγε
μα όλα τα ζητούσε
μιά θάλασσα μικρή μ’ ακολουθούσε
Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010
Frédéric Chopin, Polonaise
à deux mains, à quatre mains
κι άλλοτε,
να συναντιέται η τζαζ με την καραγκούνα
το ροκ άλλοτε, με το τζιβαέρι
«σιγανά πατώ στη γη...»
les musiciens, οι φίλοι... παιδιόθεν...
και ανθείτω ως κρίνον
Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010
συνεχίζω εδωδά,
το θαυμάσιο ποίημα του Κωστή Παλαμά,
που ξεκίνησε χτες
η trianta fylla - genna
.
Ο γκρεμιστής
.
Ἀκοῦστε.
Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή : Γκρεμίστε !
.
.
.
.
.
.
Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010
με αφορμή
την ανάρτηση, της road art ist
για την έκθεση έργων του Τσαρούχη (μουσείο Μπενάκη)
θυμήθηκα, δυό παλαιότερες αναρτήσεις για τον ζωγράφο
και τις επαναφέρω εδώ...
.
road art ist ,
αυτό το post, στο αφιερώνω
.
.
Παρασκευή, Δεκέμβριος 01, 2006
.Γιάννης Τσαρούχης
Ποιήματα
εκδ. ΑΓΡΑ
.
(βρήκα τυχαία το βιβλίο προ ημερών, και παρ' όλο που κάποιος μου είπε
" δεν είν' ωραία τα ποιήματά του, μην τα διαβάζεις",
εμένα μερικά κείμενα μου φαίνονται καλά και καλότατα !
Το παρακάτω κείμενο, δεν έχω δυστυχώς ώρα, να σας το γράψω όλο, σταχυολογώ λοιπόν...
Πρόκειται στην ουσία για τίτλους, που βάζει ο ίδιος στα κεφάλαια της ζωής του)
.
Τίτλοι διαφόρων κεφαλαίων μιάς βιογραφίας :
.
1) Ο Τσαρούχης, διδάσκεται από τις Γαλλίδες ότι η καθαριότης είναι μία αντίληψις αισθητικής
2) Ο Τ. μαθαίνει από έναν Έλληνα της Αιγύπτου ότι σκοπός της ζωής είναι η ίδια η ζωή
5) Ο Τ. αντιλαμβάνεται τον μηχανισμόν της ζωής κι απογοητεύεται προς στιγμήν
6) Φιλοσοφία του Τ. επί του μηχανισμού της ζωής
7) Η ανακάλυψις της συστηματικότητος και παραλλήλως ο φωτισμός και η ανάδειξις της μουσικότητος
8) Θρίαμβος της μουσικότητος απέναντι της συστηματικότητος
9) Η μουσικότης, το μόνον σύστημα
18) Ο Τ. στηρίζει τον έρωτα, ο Τ. μαθαίνει τον έρωτα
20) Ο Τ. μισεί την τέχνην
21) Ο Τ. περιφρονείται
22) Ο Τ. αναγκάζεται να ταπεινωθεί
28) Θρίαμβος της προστυχιάς, πτώσις της πνευματικότητος
29) Η καθαυτό προστυχιά είναι η πνευματικότης
30) Μία μοδίστρα διδάσκει εις τον Τ. τι είναι αιωνιότης
44) Ο Τ. καταργεί εν τέλει την πραγματικότητα και κινείται ελευθέρως εντός αυτής
46) Η δύναμις του έρωτος
49) Μουσική δικαίωσις του θανάτου
50) Ο ρυθμός, μόνη δύναμις του ανθρώπου
55) Μόνη αξία ο μαχόμενος κατά των μεγάλων κινδύνων
61) Ο Τ. θέλει να κλαύσει
62) Ο Τ. αναγκάζεται να περιφρονήσει την λογικήν
66) Η εύρεσις της αλήθειας : η πραγματικότης είδωλον των πραγμάτων. Νέος εξαφανισμός της πραγματικότητος
κ.τ.λ., κ.τ.λ
.
1935
.
Αναρτήθηκε στις 6:33 μμ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
.
ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
.
.
Η Ηθική κι η Ομορφιά έπρεπε να πέσουν και έπεσαν.
Οι δύο ερινύες χάθηκαν, μένει η Τρίτη και χειρότερη, η Αγάπη, που γρήγορα κι αυτή θα λείψει χωρίς προσπάθεια επειδή εσυμπληρώθηκε απλώς ο μαρασμός της ντροπής.
Μέσα στους δωρικούς ναούς του συμφέροντος και στα τέλεια ανάκτορα
της ασκήμιας,
όταν ο άνθρωπος γίνει ο ίδιος φωτιά (αντίς να κρατά λαμπάδα πίστεως, ελπίδος κι αγάπης), ξεχνά εύκολα τις τρείς γραίες Ηθική, Ομορφιά και Αγάπη.
Τα αρχαία ψιμύθια πέφτουν εύκολα γι αυτόν που γνώρισε τι κρύβουν κάτω από την οπτική απάτη της ηθικής, ωραιότητος κι αγάπης.
Θα βρεθούν πάντοτε κανονικά και αιωνίως οι ανώτεροι ναοί κι ανάκτορα και φλόγες συνεχείς της ίδιας της ψυχής μας, η δε εντροπή μαραίνεται από τον ήλιο, μόνο από τον ήλιο.
Όλα είναι πολιτική κι η ίδια η πολιτική είναι εργασία και η εργασία φλόγα.
Κανείς ας μην απαγορεύει στους ανθρώπους να δουλεύουν, η μεγαλύτερη απρέπεια είναι η ανεργία.
Δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τους ανθρώπους, είμαι πολύ θετικός, πάρα πολύ θετικός, πάρα πολύ, και υστερώ στη δύναμη της κακίας.
Όλοι τους είναι καλλιτέχνες ηθικοί και φιλάνθρωποι. Εγώ μένω ένας πρακτικός, ένας άνθρωπος με μικρή πείρα, δεν έχω ιδέες μεγάλες, ούτε καν ιδέες, είμαι ένα ζώο αδύνατο μπροστά τους
.
.Αναρτήθηκε στις 12:47 πμ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
.
ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
.
"Εις την οδό που πάει από το Φάληρο στον Πειραιά, ευρέθη εις το υπόγειο, που επρόβαλε,
ο δωδεκαετής Ιησούς υπό μορφή κοριτσιού που τραγουδούσε χτενιζόμενο.
Το τριανταφυλλί εκυριαρχούσε μέσα στην άφθονη σκόνη που εφωτίζετο από τις φλόγες
του ηλίου και τις στριγγλιές των γραμμών του τραμ, αρχαιότερες της Εδέμ.
Το κορίτσι ήταν από την Κρήτη ή το Τσιρίγο κι είχε μέσα εις το στόμα του μια ζωηρή τριανταφυλλιά ολόκληρη και το όλο απόπνεε τυρί φρέσκο (λέγε, αν θέλεις, αποπνευματοποιημένο).
Η θάλασσα ακούραστη εμύριζε με την ένταση της εχθρότητος κι άλλοι, γενναιότεροι ίσως από μένα, εζητούσαν ακουσίως να ψαρέψουν ό, τι ήταν απαραίτητο, αλλά κι εγώ εψάρεψα ό, τι μπορούσα, ό, τι μπορούσα.
Αυτοί επάλευαν με την θάλασσα χαίροντες, αλλά κι εγώ εψάρεψα ό, τι μπορούσα, εν μέρει χαιρόμενος, ώσπου κατέληξα στο σπίτι και άρχισα να κλαίγω το κλάμα του απογεύματος της Αναγεννήσεως, με πείσμα και δίχως κατανόηση άλλη.
Δίχως να γνωρίζω το σχήμα και το μέγεθος της γής.
Έκλαιγα πικρά, ώσπου η καρέκλα του Ντα Βίντσι έπεσε τέλος με ορμή ασυνήθιστη
.
......................
Και ο Ερωτόκριτος του σπηλαίου, μαζί με το σκονισμένο, έξοχο κορίτσι, ιδρωμένοι και ζωηροί, τρέχοντας προς το αντίθετο μέρος κι αδιαφορώντας για το σκότος των ανακαλύψεων των παλαιοτέρων από κάθε προσδοκία.
Σ’ ένα μικρό ποτήρι το ήπια το γνωστό φαρμάκι, ψιθυρίζων συνεχώς στο τέλος της εικόνος
«η καλή παρηγοριά, η καλή παρηγοριά» του βελουδένιου τραπεζιού του αντίθετου με την θάλασσα, την θάλασσα που έφαγε όλους τους καθρέφτες της μονής του χαϊδεμένου πετεινού
που εφυλάσσετο στο γκρεμνό της παραλίας από μοναχές του νοσοκομείου,
τρώγοντας μπαμπάκια με αίμα και στραγάλια και τσιγάρα των στρατιωτών.
Τέλος εβάδισα προς τον γκρεμνό υπό μορφήν στρειδιού, αδιαφορώντας για την σκόνη του δρόμου που επέρασα θέλοντας να πάω να κρυφτώ εις το σπήλαιο της νεράϊδας του γιαλού.»
.
.
.
.
.
.
Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010
Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010
Κική Δημουλά
.
Τα πάθη της βροχής
.
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού ’μαθε για τους ήχους.
.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα Εσύ, Εσύ, Εσύ.
.
Και κάθε σταγόνα κι ένα Εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος, αξημέρωτη ανάγκη Εσύ,
βραδύγλωσση βροχή, σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο Εσύ, Εσύ, Εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη, ένταση μονολεκτική,
το ένα Εσύ σαν μνήμη, το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο Εσύ, Εσύ, Εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά ’ναι αμελητέα
και μόνο Εσύ, Εσύ, Εσύ.
.
.
.
.
.
Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010
τρείς παραλλαγές σε γκρίζο
.
ψιλοβρέχει στον Κορινθιακό κόλπο. απομεσήμερο μήνα Γενάρη, παντού βαρειά, γκρίζα σύννεφα
..
το ίδιο απόγευμα του Γενάρη. εκεί όπου άλλοτε παίξαμε στο φως με τα δελφίνια, η θάλασσα τώρα καθρεφτίζει τον σκοτεινό ουρανό
..
γκρίζες οι ελιές πέρα ως πέρα στον κάμπο, κι ως την άκρια στο κύμα. το ίδιο χειμωνιάτικο σούρουπο
.
.
.
.
.
Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010
Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010
άσμα ασμάτων
Τι ωραιώθης και τι ηδυνήθης,
αγάπη,
εν τρυφαίς σου !
Τούτο μέγεθός σου...
Ωμοιώθης τω φοίνικι, και οι μαστοί σου τοις βότρυσιν.
Είπα: Αναβήσομαι επί τω φοίνικι,
κρατήσω των ύψεων αυτού.
Εγώ τω αδελφιδώ μου, και επ' εμέ η επιστροφή αυτού.
Ευώνυμος αυτού υπό την κεφαλήν μου,
και η δεξιά αυτού περιλήμψεταί με.
Υπό μήλον εξήγειρά σε...
Και η δεξιά αυτού περιλήμψεταί με...
Εκεί ωδίνησέν σε η μήτηρ σου...
Ευώνυμος αυτού υπό την κεφαλήν μου...
Εκεί ωδίνησέν σε η τεκούσα σου.
.
Θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου,
ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου.
Ότι κραταιά ως Θάνατος Αγάπη,
σκληρός ως Άδης Ζήλος
.
Περίπτερα αυτής περίπτερα πυρός,
φλόγες αυτής.
Ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην,
και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν.
.
.
.
.
Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010
Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010
Κάποτε, θα πάρω παραμάσχαλα την πραμάτεια μου, θα ζαλωθώ όσα, τόσον καιρό, με τόσο πάθος υπερασπίζομαι, στοργικά θα τ’ αμπαλάρω, δικά μου είναι, όλα θα τα πάρω, μου ανήκουν, θα κλείσω ερμητικά την πόρτα πίσω μου, λέγοντας «έχε γειά».
Ή ίσως, μη λέγοντας κουβέντα...
Φεύγοντας, πρώτα θα αμπαλάρω εκείνην την λησμονημένη διαδραστικότητα, που σ’ έκανε άλλοτε ευτυχισμένα να γελάς.
Κατόπιν, θα χώσω στην τσέπη του παλτού, την απαίσια κάμπια μου, το σκισμένο, μεταξωτό κουκούλι της και την ωραία πεταλούδα μαζί.
Μετά, θα πάρω κοντά μου εκείνα τα πρώτα σου «εφτά» τραγούδια, μαζί και τα μπουζούκια του Παραδείσου.
Τον μικρό μου Ιεζεκιήλ.
Όλα σου τα δάκρυα. Δικά μου είναι.
Θα πάρω προσεκτικά κοντά μου, όλα τα σκληρά και τα άδικα. Κατά απόλυτη προτεραιότητα τα άδικα.
Ένα παλιό, ξεχασμένο, κοφτό «over !», μαχαιρωμένη μιά κοριτσίστικη φωνή, την πορνογραφία τραγουδισμένη στη Ρωμαϊκή αγορά, τον κλέφτη κι αρματωλό γέρο Δήμο που πέθανε και πάει, ένα φίδι, οχιά δηλητηριώδη θα πάρω, ένα "ούστ!", που λεν σ' ένα παλιόσκυλο του δρόμου, σε βινύλιο το que sera sera με την Doris Day τραγουδισμένο, κι ένα μικρό μου γαλάζιο κομμάτι, με μενεξέδες μέσα, που ψάχνω και δεν το βρίσκω πιά...
Θα πάρω φεύγοντας, τις άδικες κραυγές των παιδιών της γειτονιάς σου.
Τις σημειώσεις μου για τον εγωϊστή γίγαντα θα πάρω.
τι σημασία είχε που δεν τον ήξερε ακόμα ; η ζωή, από πολύ μικρούς, μας προετοιμάζει για τα κατοπινά...»
Θα αμπαλάρω έπειτα, την ιστορία του αγοριού που τριγύρναγε τον κόσμο, με ένα μαγεμένο όστρακο στην τσέπη του.
Θα πάρω το παραμύθι του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, που τραβήχτηκε μελαγχολικό και στολισμένο στη σκιά, θα πάρω κοντά μου το παραμύθι για το άρρωστο πριγκηπόπουλο, που έγειανε με την αγάπη των ανθρώπων, και τέλος θα αμπαλάρω στα μπαγκάζια μου, την ιστορία του μολυβένιου στρατιωτάκου μου και της χορεύτριας.
Α, ακόμα, τους κοκκινολαίμηδες φτερωτούς ταχυδρόμους μου, τους σταυραετούς, τις δεκαοχτούρες, τα κουκουβαγιόπουλα και τα πρωϊνά κοτσύφια...
Θα τυλίξω προσεκτικά τους στίχους.
Ό, τιδήποτε καθημερινά ειπώθηκε, την πιό μικρή, παραμικρή λέξη, επί δύο χιλιάδες πεντακόσιες πενήντα πέντε ημέρες.
Ίσως επί δύο χιλιάδες πεντακόσιες πενήντα έξι, γιατί ένα έτος ήταν δίσεκτο.
Επί δύο χιλιάδες πεντακόσιες πενήντα πέντε λυγμούς.
Επί δύο χιλιάδες πεντακόσιες πενήντα πέντε ήλιους.
Επί δύο χιλιάδες πεντακόσιες πενήντα πέντε φεγγάρια.
Θα μαζέψω στις αποσκευές μου, σελήνες χάρτινες και φεγγάρια ολόγιομα.
Θα μαζέψω στις βαλίτσες, τα παράπονα απ' τις παπαρούνες, όλες τις φυτείες με τα τριαντάφυλλα, μα κυρίως εκείνες με τα σινάπια. Πολύ ταπεινά είναι τα σινάπια μου για να σε κερδίσουν...
Θα πάρω κοντά τη σταχτοπούτα μου, εκείνη που τα παράταγε όλα σύξυλα, μιας και ποτέ δεν ξέχασε στα σκαλιά, το χτύπο του ρολογιού.
Τι άλλο ;
Δεν θέλω να ξεχάσω πίσω τίποτα...
Πολύ περήφανη, για να σε επιβαρύνω με ο,τιδήποτε μου ανήκει...
Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Ο δρόμος με τις πήλινες καμινάδες στη σειρά
εκεί, που γύρναγα δεξιά, ζερβά, να σου φωτογραφίσω,
θα είναι κατάλευκος δρόμος τώρα...
Και τα μικρά, απειλητικά, πέτρινα τέρατα
Το μαγαζάκι στην άκρια,
με τη βιτρίνα που τόσο μ’ άρεσε,
μιά κόκκινη σχεδόν βιτρίνα, στίβες χυμένα τα ρόδια
Και οι όχθες του ποταμού που αγαπάς, κι αυτές άσπρες
Οι bouquinistes θα φορούν για το κρύο τις κάπες τους
και μάλλινες χοντρές κάλτσες μέσα από τις γαλότσες
... Κι εκείνο το δικό σου παλαιοβιβλιοπωλείο,
θα περιμένει ασάλευτο μες τον χιονιά
εμάς,
τα ωραία, παλιακά του ράφια.
ψάχνω αυτό το ποίημα αρκετά χρόνια...
το μισο θυμόμουνα, απ' τα εφηβικά ...
σκόρπιες λέξεις, εδώ κι εκεί ...
.
δεν υπήρχε πουθενά ...
το ξαναβρήκα με τα πολλά, απόψε !.
Η καλωσύνη σου !
Ω, τι μεγάλη η καλωσύνη σου !
Κακό δεν κάνεις σε κανένα.
Μα ό, τι κακό απ’ τους άλλους γίνεται
Τρέμεις μη γίνεται από σένα.
Κι αν το κακό σε σένα γίνηκε,
Να συχωρέσης δε σου φτάνει.
Πας και ζητάς εσύ συχώρεση
Για το κακό – που σού χουν κάνη.
Σου χει γεμίσει η καλωσύνη σου
Δροσιά τα χείλη, ανθούς τα χέρια,
Τα μάτια φως . Πέφτουν στο διάβα σου
Λευκά φτερά από περιστέρια.
Σύννεφο αν ίσκιωσε τα μάτια σου,
Το φως θα διώξη το σκοτάδι.
Τα χέρια σου μ’ οργή αν απλώθηκαν
Θ’ αποτελειώσουν μ’ ένα χάδι.
Πικρά τα χείλη σου αν ανοίχτηκαν,
- ω, καλωσύνη σου μεγάλη !
γλυκά θα κλείσουν – και στο διάβα σου
λευκά φτερά θα πέσουν πάλι.
.
.
.
.
Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010
η συνταγή είναι από τη Γερμανία.
δοκιμασμένη επί χρόνια...
.
την ξαναέφτιαξα απόψε
.
.
καθαρίζω 7-8 μήλα
τα ψιλοκόβω
και τα ρίχνω σε ένα μπωλ, όπου έχω στίψει 1 λεμόνι (για να μη μαυρίσουν)
.

προσθέτω λίγο τριμμένο γαρύφαλλο,
αρκετή κανέλλα,
ζάχαρη,
λίγο cognac,
σταφίδες ξανθές και μαύρες,

προσθέτω ελάχιστη τριμμένη φρυγανιά
και ψιλοκομμένα καρύδια.

ανακατεύω καλά
.
.
ανοίγω δύο φύλλα, τα ραντίζω με λίγο cognac (ή οποιοδήποτε brandy, φυσικά...)
απλώνω τη μισή γέμιση κατά μήκος, πάνω στο ένα φύλλο.

σε ένα σκεύος λιώνω βούτυρο , μισό ζωϊκό, μισό βιτάμ.
βουτυρώνω γερά το υπόλοιπο φύλλο, δίπλα απ' τη γέμιση.
Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010
Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010
Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010
foteini
Κάποτε με θυμό
Με πίκρα άλλοτε
Με απορία άλλοτε
Με περηφάνεια ούτως ή άλλως
Συμβαίνει να αναδύονται σε βροχερό περιβάλλον
οι απόκρυφες σημειώσεις
της πρώτης, του νέου έτους
Αναρωτιέμαι, πόσοι σου ευχήθηκαν από χτες
«ΚΑΛΗ να είναι η ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ !»
«Χρόνια πολλά και καλά να ζήσεις !»
Πόσοι, σου ευχήθηκαν από χτες... Τόσοι !
Διευρυμένος κύκλος γνωριμιών.
Επιλογή σου. Να ανταλλάσσεις ευχές, με έναν διευρυμένο κύκλο γνωριμιών, αποκλειστικά.
Λες και
Λες και είναι αυτοί οι διευρυμένοι κύκλοι, που παραληρούν
κάτι βράδια με πανσέληνο, όπως το αποψινό...
Από τα σπλάχνα της γης, ακούγεται να ηχεί χαλκός.
.
.
.
.
.